Ξετυλίγοντας το κουβάρι της Αριάδνης ΑΕΒΕ

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ



Η  αριστερά  συμμετέχοντας  στις  εκλογές  διεκδικεί
περισσότερη αυτονόμηση και φυσικά περισσότερες δαπάνες από
τον κρατικό προϋπολογισμό. Όχι βέβαια, γιατί έχει στο νου της
κάποιο μη συγκεντρωτικό σύστημα (έτσι κι αλλιώς δε θεωρεί τις
μάζες ικανές να αυτοδιευθυνθούν), αλλά γιατί θέλει να
δημιουργήσει την κομματική της αναπαραγωγή σε τοπικό επίπεδο
και να αναρτήσει στην εξουσία εκείνες τις διευθυντικές ομάδες που
θα πυκνώσουν την κομματικότητά της.
Τα κόμματα της αριστεράς συμμετέχουν στη διαχείριση της
τοπικής αυτοδιοίκησης με τους όρους  – αξίες που θέτει το
κεφαλαιοκρατικό  σύστημα:  ικανότητα  – ανικανότητα,
αποτελεσματικότητα  – αναποτελεσματικότητα, ορθολογικότητα –
ανορθολογικότητα και τέλος, προγραμματισμός, επιστημονικότητα,
διαιωνίζοντας συνεχώς την αντίληψη του ιστορικά διαμορφωμένου
ρόλου που έχει η αστική τάξη για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Πολύ περισσότερο από τις κοινοβουλευτικές εκλογές, οι
εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, έδωσαν και δίνουν στην
κοινοβουλευτική αριστερά (και πολλές φορές και στην
εξωκοινοβουλευτική) τη δυνατότητα να ελέγξει τμήματα του
δημοσίου, να «κατακτήσει» μέρος της κρατικής διοίκησης σε
ισχυρούς τοπικά και οικονομικά δήμους. Της δίνουν επίσης, τη
δυνατότητα να καρπωθεί το μονοπώλιο στα όρια μιας περιοχής της
εφαρμογής ενός προγράμματος και της προβολής που αυτό
συνεπάγεται. Και όταν όλα αυτά συμβούν, αν αυτή η ευκαιρία δεν
εξελιχθεί σε προετοιμασία για ατομική ανέλιξη και μελλοντική
μεταγραφή φιλόδοξων πολιτικών, αν δεν ενσωματώσει τις έξεις
αυτού που περιγράψαμε σαν τοπική αυτοδιοίκηση, θα καταλήξει
στην αδυναμία να προσπεράσει τα εγγενή εμπόδια που θέτει η ίδια
η φύση ενός θεσμού διαμεσολάβησης και ετερονομίας.
Έχουμε ένα επαρκές βάθος χρόνου (ενάμιση αιώνα από την 1η
Διεθνή και αρκετές δεκαετίες πλήρους νομιμότητας για την
ελληνική αριστερά) για να διαπιστώσουμε πως ούτε άλλες
πολιτικές εφαρμόστηκαν, ούτε τα μέσα προβολής ωφέλησαν τη
διάδοση των (κρατικίστικων και εύπεπτων )ιδεών της αριστεράς.
Οδήγησαν περισσότερο σε ακόμα μεγαλύτερη απαξίωσή τους προς
όφελος του φιλελευθερισμού.
Μπορέσαμε να διαπιστώσουμε πως και τα διάφορα
«επαναστατικά» πυροτεχνήματα που εκτόξευσαν κατά καιρούς οι
αριστεροί δήμαρχοι, παρέμειναν πυροτεχνήματα, όπως κάθε
προσπάθεια που ξεκινά από τα πάνω. Και αν για την
κοινοβουλευτική αριστερά, η νομή του μεριδίου εξουσίας είναι
πλάι στη νομιμοποίηση το αντίκρισμα της συνδιαλλαγής της με το
κράτος, είναι απορίας άξιο το πώς επιμένει η εξωκοινοβουλευτική
και επαναστατική αριστερά να ισχυρίζεται ότι η καταγραφή της
εκλογικής προτίμησης που κερδίζει, ισοφαρίζει τη νομιμοποίηση
που προσφέρει στο σύστημα με τη συμμετοχή της.
Το «γεμάτο νόημα» κλείσιμο του ματιού, η κουτοπονηριά να
θεωρείς ότι το κράτος και ο καπιταλισμός θα πιαστούν μαλάκες και
θα σου χαρίσουν το σκοινί που θα τους κρεμάσεις, το να ελπίζεις σε
«νομιμοποίηση» και δυνατότητα «να ακουστεί η φωνή» χωρίς
έμπρακτη δήλωση μετάνοιας (και αυτό να παρουσιάζεται σαν
κοινωνική κατάκτηση) μπορεί να φέρει μόνο γραφικότητα και
αναξιοπιστία ειδικά αν «σε παίρνουν οι κάμερες».
Η αριστερά παρότι ευαγγελίζεται το «διαφορετικό» και
επιμένει να καταγγέλλει τα αστικά κόμματα και το σάπιο σύστημα
(λέγοντας πάντα πως θα καταρρεύσει από τα μέσα), συμμετέχει
στην εκλογική διαμάχη που στοχεύει στην ανακατανομή των
εξουσιαστικών  – διευθυντικών θέσεων και την εξισορρόπηση των
πολιτικών  – κοινωνικών ομάδων που διεκδικούν την άνοδο στην
τοπική ιεραρχία.  Στη «διαμάχη» αυτή επικρατούν βέβαια κάποιες
ομάδες τεχνοκρατών  – διευθυντών. Αυτές οι ομάδες μπορούν να
επιβάλλονται και να εκπροσωπούνται στους τοπικούς θεσμούς, στο
μέτρο που μπορούν να ελέγχουν, να κινητοποιούν και να
σφετερίζονται τη λαϊκή θέληση, στο βαθμό που μπορούν να
πείσουν ότι οι  δικές τους διευθυντικές ανάγκες – πολιτικές ανάγκες
είναι ανάγκες του λαού.

Σημειώσεις :
3.α]  Ο Μιχαήλ Mπακούνιν λέει για τις εκλογές (να σημειώσουμε
ότι την εποχή που ο Μπακούνιν έγραφε αυτά τα άρθρα δεν
υπήρχαν τα κόμματα με την μορφή που έχουν στις μέρες μας σαν
λόμπι και μηχανές οπαδών, ούτε ήταν τόσο γενικευμένο το
σύστημα των επαγγελματιών πολιτικών, ούτε φυσικά είχε
μαζικοποιηθεί η ψήφος):
   “… Το Κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ίδια η κυριαρχία κι η
εκμετάλλευση τακτοποιημένη και συστηματοποιημένη. Θα
επιχειρήσουμε να το αποδείξουμε αυτό εξετάζοντας τις συνέπειες
της  κυβέρνησης  πάνω  στις  λαϊκές  μάζες  από  μια
μειοψηφία, εξ αρχής έξυπνη κι αφιερωμένη αν θέλετε, σ’ ένα
ιδανικό Κράτος, θεμελιωμένο πάνω σε μια ελεύθερη σύμβαση.    
Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αποτελείται μόνον απ’ τους
καλύτερους πολίτες. Κατ’ αρχήν αυτοί οι πολίτες είναι προ-
νομιούχοι όχι δικαιωματικά, αλλά ουσιαστικά. Έχουν εκλεγεί απ’ το
λαό επειδή είναι οι πιο νοήμονες, έξυπνοι, σοφοί, θαρ-ραλέοι κι
αφιερωμένοι. Διαλεγμένοι απ’ τη μάζα των πολιτών, που
θεωρούνται όλοι ίσοι, δεν αποτελούν ακόμη μία ξεχω-ριστή τάξη,
αλλά μια ομάδα ανθρώπων προνομιούχα μόνον εκ φύσεως και γι’
αυτό το λόγο ξεχωρισμένη προς εκλογή απ’ το λαό. Ο αριθμός τους
είναι αναγκαστικά πολύ περιορισμένος, σ’ όλες τις εποχές και σ’
όλες τις χώρες ο αριθμός των ανθρώπων προικισμένων με τόσο
αξιοσημείωτες ικανότητες ώστε αυτομάτως να έχουν την
ομόφωνη αποδοχή από ένα έθνος, όπως η εμπειρία μας διδάσκει,
είναι πολύ μικρός. Ως εκ τούτου, κάτω απ’ τον κίνδυνο μιας κακής
επιλογής, ο λαός θά΄ναι πάντοτε αναγκασμένος να επιλέξει τους
κυβερνήτες του ανάμεσα σ’ αυτούς.
    Έτσι, λοιπόν, η κοινωνία διαιρέθηκε σε δύο κατηγορίες, για μην
πω ακόμη δύο τάξεις, εκ των οποίων η μία, αποτελούμενη απ’ την
τεράστια πλειοψηφία των πολιτών, υποστηρίζει ελεύθερα την
κυβέρνηση των εκλεγμένων ηγετών της, η άλλη, σχηματιζόμενη
από ένα μικρό αριθμό από προνομιούχες φύσεις, αναγνωρίστηκε κι
έγινε δεκτή ως τέτοια απ’ το λαό, και επιφορτίστηκε απ’ αυτόν για
να τον κυβερνά. Ανάλογα με τη λαϊκή εκλογή, είναι εξ αρχής
διακεκριμένοι από τη μάζα των πολιτών μόνον απ’ τις ιδιαίτερες
ικανότητές τους που προκρίνουν για την επιλογή τους κι είναι
φυσικά, οι πιο αφοσιωμένοι και χρήσιμοι απ’ όλους. Δεν εκχωρούν
ακόμα στους ίδιους κάποιο προνόμιο, κάποιο συγκεκριμένο
δικαίωμα, εκτός από εκείνο της άσκησης, στο βαθμό που οι
άνθρωποι το επιθυμούν, των ειδικών υπηρεσιών που τους έχουν
ανατεθεί. Κατά τα λοιπά, απ’ τον τρόπο ζωής τους, απ’ τις
προϋποθέσεις και τα μέσα για τη διαβίωσή τους, δε διαφέρουν
καθόλου απ’ όλους τους άλλους, έτσι ώστε πλήρης ισότητα
εξακολουθεί να επικρατεί σ’ όλους. Μπορεί αυτή η ισότητα να
διατηρηθεί για καιρό; Εμείς ισχυριζόμαστε ότι τίποτε δεν είναι πιο
εύκολο ν’ αποδειχθεί. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο απ’ την
ατομικιστική ηθική του κάθε ανθρώπου όσο η συνήθεια της
κυριαρχίας. Ο καλύτερος άνθρωπος, ο πιο έξυπνος, ανιδιοτελής,
γενναιόδωρος, καθαρός, πάντοτε κι αναπόφευκτα θα διαφθαρεί σ’
αυτήν τη συναλλαγή.
    Δύο αισθήματα έμφυτα στην εξουσία ποτέ δεν αποτυγχάνουν να
παράγουν αυτήν την εξαχρείωση· αυτές είναι: περιφρόνηση για τις
μάζες κι η υπερεκτίμηση των πλεονεκτημάτων του ενός.
“Οι μάζες”, λέει ένας άνθρωπος στον εαυτό του αναγνωρίζοντας
την ανικανότητά τους να κυβερνούν για λογαριασμό τους, “έχουν
εκλέξει εμένα ως επικεφαλή τους. Με την εν λόγω πράξη έχουν
δηλώσει δημοσίως την κατωτερότητά τους και την ανωτερότητά
μου. Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας
δύσκολα τίποτε κοινό με τον εαυτό μου, είμαι ο μόνος ικανός να
διευθύνω τις δημόσιες υποθέσεις. Οι άνθρωποι μ’ έχουν ανάγκη·
δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τις υπηρεσίες μου, ενώ, αντιθέτως
εγώ, μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου· αυτοί, παρόλα αυτά,
πρέπει να με υπακούν για το δικό τους καλό, και υποκρινόμενος ότι
τους υπακούω, τους κάνω χάρη”. Δεν υπάρχει σ’ όλο αυτό κάτι που
κάνει έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του και την καρδιά του, και
να γίνει τρελός από υπερηφάνεια; Είναι, γι’ αυτό το λόγο, η ίδια η
εξουσία κι η συνήθεια της κυριαρχίας που κάνει ακόμα και τους πιο
έξυπνους κι ενάρετους ανθρώπους, πηγή παραλογισμών, τόσο
διανοητικών όσο και ηθικών. Μπακούνιν: Η εξουσία διαφθείρει
τους καλύτερους, 1867.
«…Η Μαρξιστική θεωρία λύνει πολύ απλά αυτό το δίλημμα.
Λέγοντας Λαϊκή Κυριαρχία εννοούν την κυριαρχία ενός μικρού
αριθμού αντιπροσώπων που έχουν εκλεγεί απ’ το λαό. Το γενικό
και το ατομικό δικαίωμα να εκλέγει κανείς τους λαϊκούς
αντιπροσώπους και τους κυβερνήτες του Κράτους είναι η τελευταία
λέξη των μαρξιστών, όπως επίσης και των δημο-κρατών. Αυτό
αποτελεί ένα ψέμα πίσω απ’ το όποιο κρύβεται ο δεσποτισμός της
άρχουσας μειοψηφίας, ένα ψέμα πού γίνεται ολοένα και πιο
επικίνδυνο γιατί εμφανίζεται ότι εκφράζει την αποκαλούμενη λαϊκή
θέληση. Τελικά απ’ οποία άποψη κι αν εξετάσουμε αυτό το θέμα,
καταλήγουμε πάντοτε στο ίδιο λυπηρό συμπέρασμα, την κυριαρχία
των μεγάλων λαϊκών μαζών από μια προνομιούχα μειοψηφία.
   Οι μαρξιστές λένε ότι η μειοψηφία αυτή θ’ αποτελείται από
εργάτες. Ναι, πιθανόν από πρώην εργάτες, οι οποίοι μόλις γίνουν
κυρίαρχοι πάνω στους λαϊκούς αντιπρόσωπους θα πάψουν να είναι
εργάτες. και θα κοιτούν τις απλές εργατικές μάζες απ’ τα ύψη του
κυβερνητικού βάθρου, δεν θα εκπρο-σωπούν πια το λαό παρά
μόνο τον εαυτό τους και τις απαι-τήσεις πού έχουν για την άσκηση
της εξουσίας πάνω στο λαό. Εκείνοι πού αμφιβάλλουν γι’ αυτό
γνωρίζουν πολύ λίγο την Ανθρώπινη φύση.
   Οι Μαρξιστές λένε ότι αυτοί οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα είναι
αφοσιωμένοι και καλλιεργημένοι Σοσιαλιστές. Οι εκφράσεις
«καλλιεργημένος Σοσιαλιστής», «Επιστημονικός Σο-σιαλισμός» κλπ,
που εμφανίζονται συνεχώς στους λόγους και στα κείμενα των
οπαδών του Λασσάλ και του Μαρξ, αποδεικνύουν ότι το ψευτο
λαϊκό Κράτος δεν θα είναι τίποτ’ άλλο παρά ο δεσποτικός έλεγχος
του πληθυσμού από μια νέα και καθόλου μεγάλη αριθμητικά,
αριστοκρατία  πραγματικών  και  ψευτο-επιστημόνων.  Οι
«αμόρφωτοι» άνθρωποι θ’ απαλλαγούν εντελώς από τη φροντίδα
της διοίκησης και θα τύχουν τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης
αγέλης. Τι θαυμάσια απελευθέρωση πραγματικά!...»
 
3.β] Και μια πιο «σύγχρονη» θέση: «… Ο Κλαρκ αναλύει την
μπακουνική άρνηση της εκλογικής πολιτικής σε σχέση με το
συγκεκριμένο επίπεδο του κοινωνικού αγώνα. Αν το επαναστατικό
κίνημα αποτελεί την πλειοψηφία, κάθε σκέψη για συμμετοχή στις
εκλογικές διαδικασίες κρίνεται θανατηφόρα, διότι «θα ενδυνάμωνε
την νομιμοποίηση» των υπαρχουσών μορφών κυριαρχίας, τη
στιγμή μάλιστα που το πλειοψηφικό κίνημα μπορεί κάλλιστα να
κινηθεί προς την αποκεντρωμένη, συμμετοχική και ελευθεριακή
θέσμιση της κοινωνίας. Όταν το επαναστατικό κίνημα αποτελεί τη
μειοψηφία, η υιοθέτηση της εκλογικής τακτικής κρίνεται εξίσου
θανατηφόρα, διότι αφ΄ ενός μεν εμποδίζει την ανάδυση και την
ανάπτυξη αποτελεσματικότερων αμεσοδημοκρατικών αγώνων, αφ΄
ετέρου δε, οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια θα λέγαμε, «στη
δημιουργία ενός νέου στρώματος ηγετών στης τάξης των
εργαζομένων». …  Xρειάζεται να δούμε   την αναρχική  άρνηση
συμμετοχής στης εκλογές  σε σχέση με το συγκεκριμένο επίπεδο
του κοινωνικού αγώνα στο  σήμερα.
  «…H άρνηση της εκλογικής πολιτικής δεν έχει το χαρακτήρα της
μικροαστικής απάθειας και αποχής, που παρατηρείται στις μέρες
μας, ούτε το χαρακτήρα της «άρνησης για την άρνηση», αλλά
απορρέει οργανικά από τη βαθειά πίστη των αναρχικών στην
ικανότητα όλων των ανθρώπων για αυτοπροσδιορισμό και
αυτοστοχασμό, εδράζεται δηλαδή, στη θεμελιώδη αναρχική αρχή
της Αυτοδιεύθυνσης.
Στη σημερινή πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μας, δε μπορεί να
κριθεί η αντιεκλογική πολιτική των αναρχικών εν σχέση με την
κατάσταση του επαναστατικού κινήματος. Δεν μπορεί να γίνει
λόγος για επαναστατικό κίνημα, είτε πλειοψηφικό είτε μειοψηφικό.
Και δεν μπορεί να γίνει λόγος, διότι απλούστατα δεν υπάρχει
επαναστατικό κίνημα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κάποιων
ομάδων και ατόμων, που προβαίνουν σε ορισμένες ενέργειες στο
μέτρο των δυνατοτήτων τους. Μια τέτοια συγκυρία, όμως, δεν
αίρει την αναρχική αντιεκλογική άποψη.
Ο αναρχικός δεν μπορεί να εννοηθεί, παρά μόνο ως ηθική
οντότητα. Και ηθική οντότητα σημαίνει, λειτουργία στη βάση της
λογικής των ποιοτήτων του καλού και του κακού, του δέοντος και
του μη δέοντος. Ανεξάρτητα, λοιπόν από την ύπαρξη ή την
ανυπαρξία του ταξικού και του κοινωνικού αγώνα καθώς και
ανεξάρτητα από το επίπεδό τους, ο αναρχικός και ο αναρχισμός δεν
μπορούν ως εκ της φύσεως τους να μετέχουν καθ’ οιονδήποτε
τρόπο στην ποσοτική λογική του «μικρότερου κακού», που
χαρακτηρίζει καίρια την εκλογική διαδικασία.
Πέρα όμως από αυτή την  ηθική διάσταση, η αναρχική αντιεκλογική
πολιτική ενέχει και τη δική της φιλοσοφική διάσταση. Και εννοούμε
τη θεμελίωσή της στον πλατωνικό «πρωταγόρειο μύθο» και στη
γενικότερη αρχαιοελληνική σκέψη. Η εκλογική διαδικασία αυτή
καθ΄ εαυτή αναγάγει την πολιτική, δηλαδή την οργάνωση της
κοινωνίας, σε τεχνική. Όπως υπάρχουν άνθρωποι που κατέχουν την
ιατρική τεχνική, άλλοι τη δικηγορική, άλλοι την οικοδομική, κ.ο.κ.,
υπάρχουν και κάποιοι που κατέχουν την πολιτική τεχνική, για την
άσκηση της οποίας επιζητούν τη ψήφο των άλλων. Εδώ ακριβώς
βρίσκεται η ουσία του κοινοβουλευτισμού και της σύγχρονης
κατεστημένης «πολιτικής» δεξιάς και αριστεράς.
Στον αντίποδα αυτής της «πολιτικής των ειδικών» τοποθετείται η
αναρχική φιλοσοφία, που συλλαμβάνει τη διεύθυνση των κοινών,
δηλαδή την αυθεντική πολιτική, ως ανήκουσα στο σύνολο των
ανθρώπων, που  εύστοχα ονομάστηκε από τον Αισχύλο
«πολισσούχος λεώς». Αλλά από την ίδια ακριβώς λογική
εμφορείται και η αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη. Όλοι να
μετέχουν στην πολιτική, υποστηρίζει ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο
διάλογο του Πλάτωνα. Διότι, δε θα μπορούσαν να υπάρχουν
πόλεις, αν μετείχαν μόνο λίγοι, όπως γίνεται στις άλλες τέχνες.
«… Πάντες μετεχόντων . Ού γαρ αν γένοιντο πόλεις, ει ολίγοι αυτών
μετέχειεν ώσπερ των άλλων τεχνών»…»      Γ. Καρίτσας

:Τοπική αυτοδιοίκηση ή ελευθεριακός κοινοτισμός?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου