Ξετυλίγοντας το κουβάρι της Αριάδνης ΑΕΒΕ

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Οι Ελευθεριακοί της Καλαμάτας



Για τις αναρχικές και σοσιαλιστικές-επαναστατικές κινήσεις στην Καλαμάτα δεν αναφέρει κανείς από τους «αναγνωρισμένους» ιστορικούς, εκτός, ίσως, λίγα λόγια για τη μεγάλη απεργία των λιμενεργατών της πόλης το 1934, η οποία καταπνίγηκε στο αίμα από την αστυνομία, το στρατό και τους παρακρατικούς. Τα στοιχεία που παρατίθενται εδώ προέρχονται από τον τοπικό ιστορικό και δικηγόρο της Καλαμάτας Δημήτριο Ν. Ζέρβα και τα παραθέτουμε αυτούσια, επειδή μας δίνουν ανάγλυφη την εικόνα της απαρχής των αναρχικών, σοσιαλιστικών και επαναστατικών ιδεών και κινήσεων στην πόλη.

«ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ»
(Η πρώτη σοσιαλιστική προκήρυξη στη Καλαμάτα στις 7 Μαΐου 1884)
Ο Μεσσηνιακός κοινωνικός χώρος, σε όλη την διάρκεια της εξέλιξής του, από το πρώτο κάλεσμα προς την Φιλική Εταιρία το 1819, μέχρι το 1834 που ολοκληρώνει την ανάπτυξή του, για να πέσει στη συνέχεια στη σημερινή φάση του καθοδηγούμενου γεροντικού μαρασμού, δεχόταν τυραννικά τα ιδεολογικά και πολιτικά σκιρτήματα της προηγμένης Ευρώπης.
Αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί η Μεσσηνία μέσα στην αυτόνομη απομόνωσή της, κατάφερε όχι μόνο να δημιουργήσει μεγάλα αστικά κέντρα όπως την Καλαμάτα και τη Μεσσήνη, παραδίπλα στην Ερμούπολη, την Πάτρα, το Αίγιο και το Ναύπλιο, αλλά και ήταν συνεχώς καμίνι ιδεολογικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Σε τούτο το Μεσσηνιακό κάμπο, που παραδοσιακά έθρεφε εξεγερμένους αγρότες, ορεσίβιους πολεμιστές και φυγάδες από τις αναρχούμενες κοινότητες της Μάνης, από πολύ νωρίς αρχίζουν να δρουν αναρχικοί, σαινσιμονιστές, ουτοπικοί σοσιαλιστές και άλλοι, που δίνουν κάποιο προσανατολισμό στις μάζες των εξεγερμένων συνειδήσεων.
Κάτω από την πίεση της αργόσυρτης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την ένταση των ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων της Ευρώπης, που με κύριο μοχλό τα ναυτικά μπουλούκια γυρόφερναν στα λιμάνια, καινούργια ιδεολογικά ρεύματα από πολύ νωρίς άρχισαν να δημιουργούνται, κύρια στο προλεταριάτο των μεταξουργείων, φέρνοντας ελπίδες και ανοίγοντας νέες προοπτικές επαναστατικής πρακτικής.
Οι αναρχούμενες κοινότητες της Μάνης και οι αναρχικοί του Πύργου, της Μεσσήνης, του Αιγίου και της Πάτρας, την πρώτη χρονική περίοδο μετά την επανάσταση, άλλοτε δυναμικά και άλλοτε με κοινωνικές συσπειρώσεις, επιχειρούν να πραγματώσουν την εκλογίκευση μιας κοινωνίας με την κατάργηση μιας εξουσίας παράλογης. Είναι οι απαρχές του κοινωνικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού στον χερσαίο ελλαδικό χώρο, μιας και η βιομηχανία των μεταφορών (η ναυτιλία) βρίσκεται στο δικό της δρόμο, πολύ πιο μπροστά.
Όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης, μαζί με ρομαντικούς, αναρχικούς, επαναστάτες και τυχοδιώκτες, ακολουθώντας «το δρόμο της σταφίδας και του μεταξιού» ξεπεζεύουν και στο λιμάνι της Καλαμάτας.
Ιδιαίτερα στην Καλαμάτα η έκφραση αυτής της επίδρασης πραγματώθηκε με τη δημιουργία «Λαϊκών Εταιριών» και «Σωματείων Αλληλοβοήθειας» ενάντια στην ντόπια αντίδραση, των τσιφλικάδων, της Εκκλησίας και των τοκογλύφων και κόντρα σε ένα κράτος που ποτέ του δεν ταυτίστηκε με τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Αυτή τη περίοδο, που είναι η πιο σημαντική για τον ιστορικό χώρο της Μεσσηνίας, στην Καλαμάτα και τη Μεσσήνη, οι κοινωνικές ομάδες και τα άτομα αρχίζουν να αφυπνίζονται και να δραστηριοποιούνται σε μια πρακτική που φέρνει τα στοιχεία της αμφισβήτησης και της εξέγερσης ενάντια σε μια εξουσία που παράλογα οικειοποιείται και καθυποτάσσει άτομα και λειτουργίες.
Σπινθήρες μεγαλοσύνης και φωνές περιθωριακών χαράζουν την πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι της Μεσσηνίας.
Αρχίζοντας από το γέρο ποιητή Νηφάκο και την άγια «μούρλια» του Παπαφλέσσα, συναντάμε στην πορεία τον λαοπλάνο αντιμοναρχικό Παπουλάκο με ψήγματα ιδεολογίας χριστιανικού σοσιαλισμού, για να φτάσουμε σε μορφοποιημένες σοσιαλιστικές απόψεις του σαινσιμονιστή Ναύλερη και στη συνέχεια στους επιστήμονες συνεταιριστές Τερζάκη και Φερεντίνο και να καταλήξουμε στο αποκορύφωμα της εξέγερσης των λιμενεργατών της Καλαμάτας του 1934.
Έτσι μέσα σε αυτές τις κοινωνικές εκρήξεις, δίνη γινότανε κάθε φορά ο κοινωνικός και πολιτικός χώρος της Μεσσηνίας, και το μπόι της ψήλωνε μέσα στις εκρήξεις και μακελευότανε στις ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις, σε ένα απρόσμενο ιδεολογικό και πολιτικό προχώρημα, με συνέπεια να δημιουργείται συνεχώς, σε αυτή την πρώτη περίοδο, τεράστια ιδεολογική ζύμωση με εκδόσεις, έντυπα και περιοδικά και το φτιάξιμο θεατρικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων.
Παράλληλα, η αντίδραση συσπειρώνεται και αμύνεται με κηρύγματα, φυλλάδια και φιλοσοφικά δοκίμια ενάντια στα «καινά δαιμόνια» του Δαρβινισμού και της Εμπειρικής Ψυχολογίας.
Έτσι, το 1861 εκδίδεται στη Καλαμάτα η εφημερίδα «Πολίτης» και τον ίδιο χρόνο από τον Δ.Ν.Νικολόπουλο η «Κρηπίς της Συναλλαγής», για χρήση των εμπόρων, με εισαγωγική θεωρία στις υλιστικές αντιλήψεις που ήταν τότε κυρίαρχες στο Μεσσηνιακό κοινωνικό χώρο, και ακόμα εκδίδεται από τον Β. Σμυρνιάδη το βιβλίο «Περί της εν Ελλάδι γεωργίας και περί μεταβολής του φορολογικού συστήματος» και ακόμα «Τα κατά Παυσανίαν Μεσσηνιακά εις την καθομιλουμένην γλώσσαν». Το 1865 εκδίδεται στη Μεσσήνη (Νησί) το φυλλάδιο «Τα κατά την βουλευτικήν εκλογήν Μεσσήνης-Προς το κοινόν της Ελλάδος, Εν Νησίω τη 19 Μαΐου 1865» που είναι μια αδυσώπητη καταγγελία «για τις παραβιάσεις του νόμου και της θρασυτέρας καταπατήσεως των ιερωτέρων δικαιωμάτων του πολίτου» στην περιοχή της Μεσσηνίας».
Το 1867 εκδίδεται το πρώτο νομικό περιοδικό με τίτλο «Η δικαιοσύνη εν Μεσσηνία 1867» και το 1882 ιδρύεται εις την Καλαμάτα η Λαϊκή Εταιρία «Αδελφότης» και ακόμα εκδίδεται το βιβλίο Χήνου Β.Γ. ή Αγαπινού «Απολογία του Χριστιανισμού προς την σύγχρονον φιλοσοφίαν και φυσικάς επιστήμας».
Το 1884 ιδρύεται στη Καλαμάτα από τον σαινσιμονιστή Ναύλερη ο «Μεσσηνιακός Σύνδεσμος» και δημοσιεύεται το «Καταστατικόν της εν Καλάμαις ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν «Αλληλοβοηθητική Τράπεζα η Αβία» και εκδίδεται η εφημερίδα «Αριστομένης».
Ιδιαίτερα ο «Μεσσηνιακός Σύνδεσμος» δημιούργημα του σαινσιμονιστή Κωνσταντίνου Ν. Ναύλερη, τηλεγραφητή από την Τεγέα, που ήταν μαθητής του Οικονόμου, κυκλοφόρησε την πρώτη σοσιαλιστική προκήρυξη στη, Καλαμάτα, με τίτλο «Το Κήρυγμα» όπως ονομάστηκε που είχε το παρακάτω περιεχόμενο.

Η ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ Ο «Μεσσηνιακός Σύνδεσμος»
Προς τον Λαόν
Ο εργάτης Λαός είναι η καρδιά παντός έθνους και πάσα δύναμις αυτού. Δια τούτο και οι τα πρώτα φέροντες εν εκάστη πολιτεία, ήτοι οι ιθύντορες αυτής, πάσαν αυτών την ισχύν από της αδόλου αγάπης εκείνου αρύονται. Η ανεξαρτησία του πολίτου, στενότατα και αδιασπάστως ηνωμένη προς την υλικήν ευημερίαν του λαού, εδράζεται πρωτίστως επί την μόρφωσιν αυτού, αλάθητον τυγχάνουσα ακολουθίαν των περί τε των καθηκόντων και των δικαιωμάτων του λαού διδασκαλίαν. Ιδού εν βραχυτάτοις λόγοις οποίος τυγχάνει ο κύριος σκοπός της εταιρίας ημών, ην ίδρυσεν επί αισιωτάτοις οιωνοίς η θέλησις του εργατικού της πρωτευούσης της Μεσσηνίας λαού και η αγάπη προς την πατρίδα…
Το ταμείον της εταιρίας θέλει χρησιμεύση ως τίμιος φύλαξ του περισσεύματος πάσης εργάτιδος, ήτις δια των ελαχίστων αυτής καταθέσεων, θέλει εντός ολίγων ετών, αποκομίσει την προίκα αυτής προς ευκολωτέραν αποκατάστασιν. Θέλει ληφθή φροντίς εν τω μέλλοντι ώστε η εταιρία εις αναπήρους και αναξιοπαθούντας εταίρους να επέρχηται πρόθυμος αρωγός.
Θέλομεν πολεμήση την τοκογλυφίαν παρέχοντες δάνεια επί μετρίω τόκω, κατά τας σχετικάς διατάξεις του καταστατικού, παντί εταίρω.Του αναγκαιούντος αριθμού εταίρων εγγραφησομένου, όπερ δια πλείστης έχομεν ελπίδος ότι τάχιστα θέλει συμβή, θέλομεν ιδρύσει το της Εταιρίας Κατάστημα, εκ του οποίου ο γεωργός θέλει αγοράζει εν μικραίς τιμαίς το ινίον και την αξίνην δι’ εαυτόν, τα βιβλία δια τα άπορα αυτού τέκνα, ο υποδηματοποιός την πρώτην ύλην και παν ό,τι δύναται να θεραπεύση τας ανάγκας των εταίρων και νοείται ότι, ένεκα των ευκολιών ας εδυνάμεθα να έχωμεν εν Ευρώπη, αι τιμαί θέλουσιν έσθαι ελάσσονες των συνήθως γιγνομένων, διότι θέλομεν προμηθεύεσθαι τα αντικείμενα ταύτα εκ πρώτης χειρός.
Την 14 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους η Εταιρία θέλει τελεί έκθεσιν των βιομηχανικών, γεωργικών και λοιπών προϊόντων, ως και των εργοχείρων των εταίρων. Επιτροπεία εξ ειδημόνων και αμερολήπτων κριτών θέλει βραβεύει τα άριστα. Δια της εκθέσεως ταύτης παρέχεται αρίστη ευκαιρία εις την Διοίκησιν της Εταιρίας όπως αναπτύξη ποικίλας σχέσεις μετά των διοικήσεων των διαφόρων Εταιριών του λαού δια των οποίων θέλουσιν επεκταθή αι υπέρ των εταίρων ωφέλειαι και πέραν των ορίων του Νομού Μεσσηνίας. Θέλομεν προσπαθήση ίνα μικραί χρηματικαί διαφοραί των εταίρων λύωνται δια διαιτητικού δικαστηρίου, σχηματιζομένου εκάστοτε υπό των διαφερομένων εκ των μελών της εταιρίας κατ’ εκλογήν, διότι πλειστάκις συμβαίνει, ένεκα του σμικρού της διαφοράς, η δικαστική δαπάνη ν’ απορροφά το αντικείμενον αυτής και οι διάδικοι να εξέρχωνται του δικαστικού αγώνος αμφότεροι ηττημένοι και από φίλων εχθροί.
Σπουδαιότατον μέλημα ημών έσται η ίδρυσις Σχολής του Λαού, εν η, εργατική τάξις θέλει δι’ ανδρών δυναμένων, υποσχεθέντων ήδη ημίν ευγενώς την συναρωγήν αυτών, διδαχθή την βαρυτίμητον ιστορίαν του Έθνους, αφ’ ης μόνης διαμορφούται υπερήφανον ηθικόν και αγνόν εθνικόν φρόνημα, τα καθήκοντα προς τον Θεόν, και την πολύτιμον και σεπτήν ημών θρησκείαν, εις ην, εκτός των άλλων, πλείστα οφείλει ειδικώς το πλήρες περιπετειών έθνος ημών, τας προς την οικογένειαν υποχρεώσεις, τον σεβασμόν προς τους νόμους, την αγάπην προς τον πλησίον, πρακτικά εν γένει μαθήματα και συλλήβδην ειπείν, απάσας τας αρετάς υφ’ ων δέον να εμφορήται ο χρηστός εν γένει άνθρωπος και πολίτης…
Ο φιλοπρόοδος και φιλόπονος Λαός της Μεσσηνίας, ως και πας παρεπιδημών και συνδέων το ίδιον μέλλον αυτού προς αυτήν και εν γένει πας βουλόμενος, θέλουσι δια των συνδρομητικών αυτών μέσων επιρρώσει τας σκέψεις ημών και πραγματώσει τας ιδέας, αφ’ ών, ως ανωτέρω, αναχωρούντες, ποιούμεν έκκλησιν προς πάντα χρηστόν άνθρωπον ίνα εγγραφή, κατά τας περί τούτου διατάξεις του Καταστατικού, μέλος της Εταιρίας ημών, επί τω τιμίω και κοινωφελεί αυτής σκοπώ.
Εν τοιαύτας σκέψεσι δεν φαίνεται σφόδρα πιθανόν ότι ο σκοπός ημών πληρέστατα θέλει θριαμβεύση, προς χαρά των πονούντων υπέρ της μορφώσεως του Λαού και της αναπτύξεως των λαϊκών και εργατικών τάξεων;
Εγένετο εν Καλάμαις και εν τω γραφείω της Εταιρίας τη 7 Μαΐου 1884.
Ο Διοικητής
Ιω. Βογόπουλος
Ο ταμίας
Γ. Αθ. Μιχαλακέας
Ο Γραμματεύς
Ν.Γ. Καραγιάννης
Οι Σύμβουλοι
Λεων. Φιλανδριανός, Ευστ. Βρακάς, Νικολ. Καρβελάς, Αποσ. Σάλμας, Αναστ. Γεωργιάδης, Ιω. Μπογάκος, Κωνστ. Ψαρράς, Αθ. Μαρίνης, Αριστ. Γαρίδης».
Η παραπάνω προκήρυξη περιέχεται στην έκδοση της «Καταστάσεως Εργασιών» του Μεσσηνιακού Συνδέσμου που έγινε στην Καλαμάτα το 1885 (τύποις Γ.Β.Α. Μιχαλακέα) και μάλιστα εκεί γίνεται η αναφορά ότι η προκήρυξη αυτή ονομάστηκε «Κήρυγμα».«Το Κήρυγμα», που περιέχει σε περίληψη τις αρχές και τους σκοπούς της εταιρίας, κυκλοφόρησε στα 7 Μάιου 1884 και μοιράστηκε στο λαό της Μεσσηνίας.
Είναι φανερή, στο περιεχόμενο της προκήρυξης, η επίδραση των ιδεολογικών απόψεων των σαινσιμονιστών, απόψεις που ρητώς εκφραστήκανε και επιδοκιμαστήκανε στην πρώτη Συνέλευση της εταιρίας, όπου ρητώς εκφράστηκε σαν αιτία της ίδρυσης ότι «…Ιδέα δε τοιαύτη, σκοπούσα την αδελφοποίησιν, αλληλοβοήθειαν και ανάπτυξιν του Λαού δια του συνεταιρισμού - ήτοι της ενώσεως του κεφαλαίου μετά της εργασίας…»
Η προκήρυξη φαίνεται ότι βρήκε ανταπόκριση στο Λαό της Μεσσηνίας, γιατί ενώ η εταιρία ιδρύθηκε από 65 μέλη, στη πρώτη Γενική Συνέλευση της εταιρίας το 1885, βρίσκουμε παρόντα 145 μέλη επί συνόλου 257.Ακόμα από τη Συνέλευση αυτή της εταιρίας πληροφορούμεθα ότι η εταιρία έχει μισθωμένο κατάστημα και έχει ιδρύσει «Σχολή του Λαού», που λειτουργούσε στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου, με πρώτο έφορο τον γυμνασιάρχη Παναγιώτη Παπαναστασίου, και δασκάλους μεταξύ άλλων τον Σάββα Δουκάκη και Κ. Ναύλερη και ότι υπήρχε προοπτική το κατάστημα της εταιρίας «…δια καταλλήλου βιβλιοθήκης να πλουτισθή».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο κατάλογος των μελών της εταιρίας κατά το επάγγελμα, αφού μεταξύ των εμπόρων και επαγγελματιών της πόλης, υπήρχε γνωστός καπνοβιομήχανος, δικηγόροι, και ακόμη «4 ιερείς, 17 μαθητές, σχολείων και 27 κοράσια και γυναίκες εργάτιδες».
Ο Μεσσηνιακός Σύνδεσμος είναι από τα πρώτα λαϊκά ταμεία αλληλοβοήθειας που γίνανε στην Ελλάδα, στηριγμένα πάνω σε αρχές και απόψεις ουτοπικών σοσιαλιστών της εποχής, και θα επανέλθουμε γιατί η μελέτη του Συνδέσμου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κοινωνικό χώρο της Μεσσηνίας, αλλά και γενικότερα για ολόκληρη την Ελλάδα.
Εκείνο που μένει να παρατηρήσουμε είναι ότι 117 χρόνια μετά, ο ιδεολογικός και κοινωνικός χώρος της Μεσσηνίας και της Καλαμάτας ιδιαίτερα, συγκρινόμενος με τότε, μάλλον πισωγυρίσματα έχει να επιδείξει και ένα βασικό χαρακτηριστικό, ότι στερείται μνήμης…»
(Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», Τρίτη, 6 Μαΐου 1997, σελ. 9, στη στήλη «Θέματα»).

Αν και στη δεκαετία του 1890 από διάφορους ιστορικούς αναφέρεται ότι στα μαχητικά συλλαλητήρια και εξεγέρσεις, κυρίως για το σταφιδικό ζήτημα, υπήρξε συμμετοχή αναρχικών, σοσιαλιστικών και άλλων επαναστατικών στοιχείων και στην περιοχή της Μεσσηνίας (Καλαμάτα, Μεσσήνη κ.λπ.), εντούτοις υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό χάσμα από το 1884 μέχρι το 1929, χρόνο κατά τον οποίο εμφανίστηκε μια κομμουνιστική επαναστατική ομάδα που κυκλοφόρησε το περιοδικό «Ελεύθερη Σκέψη». Να τι έγραψε ο Δημήτριος Ν. Ζέρβας στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», την Κυριακή, 3 Νοεμβρίου 2002, σελ. 10. Το δημοσίευμα δε αυτό συνοδεύτηκε και από φωτογραφία του εξωφύλλου του πρώτου τεύχους του περιοδικού «Ελεύθερη Σκέψη», που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1929. Να σημειωθεί ότι τα δημοσιεύματα αυτά του Δ.Ν. Ζέρβα, κυκλοφόρησαν στην εφημερίδα αυτή με το γενικό τίτλο «Ο έμνοστος τόπος»:

«1929: H σοσιαλιστική ομάδα «Ελεύθερη Σκέψη»
Και τώρα που έσβησε ο τελευταίος απόηχος από τις εκλογές· τώρα που με υποχρεωτική ψηφοφορία οικειοθελώς εκλέξαμε όσους «άρχοντες» θα σκέφτονται και θα αποφασίζουν για λογαριασμό μας· τώρα που πισωγυρίσαμε ήσυχοι, στη θέση που αυτοβούλως έχουμε επιλέξει, ως θεατές μιας μίζερης πορείας.
Τώρα, όσο είναι καιρός, να επαναλάβουμε πρέπει τη μόνη πολιτική πράξη που μας έχει απομείνει. Τη συνεχή γκρίνια, την ύβρη, την αυστηρή και χωρίς λόγο κριτική και καταγγελία του κάθε πολιτικάντη που έκλεψε την ψήφο μας. Να ξαναρχίσουμε το διάλογο, την αντίκρουση απόψεων και τις αερολογίες μέσα στα καφενεία, πίνοντας «βαρύ γλυκό και όχι», παίζοντας πρέφα και βλαστημώντας μέσα σε μια συνεχή και γενική άρνηση των πάντων.
Έτσι όπως έκανε και κείνος ο γερο-Σωκράτης, που αλαφροΐσκιωτο λέγανε, γιατί όλο χασκογελούσε, ειρωνευότανε και με ασυνήθιστη οξύτητα προκαλούσε τους πάντες, λέγοντας ότι ο θεός ή ο δαίμονας τον ανάγκαζε να ασκεί τη «μαιευτική» του, για να αντικρούει τις θέσεις των αντιπάλων του και ότι ο ίδιος ο θεός ή ο δαίμονας του απαγόρευε να γεννάει θέσεις και ιδέες και να δίνει λύσεις (!) κάνοντας δηλαδή μια απόλυτα «αρνητική συμβολή» όπως γράφει ο Πλάτωνας.
Γιατί μη σας λένε ψέματα. Από τότε έτσι συμβαίνει. Πολιτική δεν είναι μόνο να έχεις θέσεις και ιδεολογίες και να κατεβάζεις λύσεις, προτάσεις και προγράμματα για να σε ψηφίσουνε. Ίσως και να μην είναι αυτό η πολιτική. Αλλά πολιτική να είναι αυτή η «αρνητική συμβολή» του Σωκράτη, δηλαδή η άρνηση και απόρριψη όλων όσων δεν γουστάρεις ή σε ενοχλούν και σε πειράζουν ανακατεύοντας τη λογική με το συναίσθημα. Ακόμα και οι αερολογίες στους καφενέδες, «πολιτική» λένε πως είναι. Άλλοι πάλι λένε, πως η «πολιτική» στη μεγάλη της διάσταση και αξία και μάλιστα με «διαλεκτική» σημασία, είναι εκείνη η άρνηση να πάρεις κάποιον στα σοβαρά και αρχίζεις τα πειράγματα, προσπαθώντας να δείξεις την άγνοια ή τη βλακεία ή και την ψευτιά του. «Πειραστική» λέγανε αυτή τη μέθοδο οι αρχαίοι που ξέρανε από τέτοια πράγματα. Κυρίως όμως πολιτική με «διαλεκτική» σημασία και διάσταση λένε ότι είναι εκείνο που κάνουνε στα καπηλειά και τους καφενέδες οι χωριάτες, που όλο πειράζουνε τους άλλους και τους «τσιγκλάνε» και κάνουν ψευτιές κρύβοντας τις απόψεις τους και αμφισβητούν ο ένας τον άλλον, τις ιδέες τους και τα πάντα, παντού και πάντοτε, για να κάνουνε «πλάκα», να προκαλέσουν και να θυμώσουν, να διαφωνήσουν, να φαγωθούνε, να φάνε τα μούτρα τους και να φύγουνε τσακωμένοι. «Εριστική» λέγανε αυτή τη διαλεκτική μέθοδο οι αρχαίοι, και μάλιστα λένε πως είχε διακριθεί σε αυτή ο Μενέδημος και οι Μεγαρικοί και γι’ αυτό είχανε κατηγορήσει και την ίδια την Ακαδημία.
Γιατί να το ξέρετε αυτή είναι η λαϊκή, η ατόφια, καθαρή, αμόλυντη πολιτική. Ενώ κάτι άλλες που φτιάχνουνε οι επαγγελματίες τεχνικοί της εξουσίας, αρμόζουνε μόνο σε πολιτικάντηδες και καιροσκόπους, που βγαίνουνε στα μπαλκόνια, τις στοές και τις πλατείες, και δεν κάνουνε παρά συνεχή μονόλογο, να επιβάλουνε τις δικές τους απόψεις και συμφέροντα και εκλογές, να πάρουνε ψήφους, να το παίζουνε σωτήρες του λαουτζίκου.
Γι’ αυτό λέω. Αφού λαϊκές συνελεύσεις και δημοψηφίσματα, που κάνουν οι πολίτες του άλλου κόσμου, εμείς έχουμε να κάνουμε από την Επανάσταση του 1821. Αφού οι νόμιμα εκλεγμένοι άρχοντες ορίζουν απόλυτα πια την τύχη του τόπου και του γένους μας, και ο δικός μας λόγος μόνο ανά τετραετία κυρίαρχος εμφανίζεται μέσα στις κάλπες. Ας κάνουμε, περιμένοντας την επόμενη τετραετία, το μόνο πράγμα που μας έχει απομείνει. Να συνεχίσουμε να διαλεγόμαστε στα καφενεία στις γειτονιές, στα φαγάδικα, αερολογώντας γύρω από τα κοινωνικά μας προβλήματα, σε μία «πειραστική» ή «εριστική» μέθοδο διαλεκτικής άσκησης της πολιτικής, και όσο μπορούμε με μεγαλύτερη οξύτητα, απαραίτητη για τον έλεγχο και την κριτική. Και να το προσέξουμε. Όταν σε αυτή τη «διαλεκτική» πολιτική μέθοδο τα βρούμε σκούρα, με τα προβλήματα του «όντος» και της «ουσίας». Όταν δηλαδή θα γεννιούνται ερωτήματα όπως π.χ., «αν η πολιτική σαν επαγγελματική ενασχόληση περισώζει και ελευθεριακές δοξασίες ή γεννοβολά μόνο και ατέλειωτα την αγυρτεία;» ή όταν μπουν και άλλα ερωτήματα όπως π.χ. «αν ο επαγγελματίας πολιτικός ως χαλκευμένος τυραννίσκος αναγκαστικά ακολουθεί μόνο τη λογική του εναλλασσόμενου κυνισμού;» τότε δεν θα έχουμε παρά να χρησιμοποιήσουμε τη «σοφιστική» μέθοδο των πολιτικάντηδων. Δηλαδή να δίνουμε απαντήσεις αόριστες και παραπλανητικές, ή να σιωπήσουμε, κάνοντας μόνο έναν παραλληλισμό, και αυτόν σιωπηλά, δείχνοντας με το δάκτυλο τροφίμους θεραπευτικών ιδρυμάτων με έντονα τα κλινικά συμπτώματα εδαφοκυριαρχίας ή διαφυλάξεως ευτελών αντικειμένων. Τίποτα άλλο· μόνο να θυμόμαστε πρέπει, πως η πολιτική αντιπαράθεση συνεχόμενη και ατέλειωτη είναι, και όσο να ψάξεις, συγκρούσεις πολιτικές βρίσκεις και έτσι γινότανε πάντα σε τούτο τον τόπο. Και το λέω για να θυμηθούμε ότι φέτος κλείσανε 73 περίπου χρόνια από το Μάρτιο του 1929, που μια ομάδα σοσιαλιστάδων της Καλαμάτας, κυκλοφόρησε το περιοδικό «Ελεύθερη Σκέψη».
Ένα περιοδικό που αποτέλεσε όργανο συσπείρωσης και εστία κοινωνικής και ιδεολογικής ζύμωσης και πολιτικής διαμάχης μέσα στην Καλαμάτα και ίσως και γενικότερα στο μεσσηνιακό χώρο.
Όχι ότι ήτανε τίποτε το σπουδαίο. Μια μικρή ομάδα ήτανε τότενες, με νέες, επαναστατικές ιδέες, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αναρχικοί, με βαθιά φαίνεται σκέψη και προβληματισμό. Κάτι παιδαρέλια της Καλαμάτας, που νιώσανε την ανάγκη να φορτωθούν το βαρύ έργο της πάλης ενάντια στην απομόνωση και το σκοταδισμό, ενάντια στην παρακμή και την εγκατάλειψη, ενάντια στην αδιαφορία, ενάντια στη «δέσμευση και υποδούλωση της σκέψης», που λέγανε ότι τότε σκίαζε την πόλη και τη ζωή και τη σκέψη τους.
Έργο δύσκολο και ουτοπικό, πέστε το όπως θέλετε, αλλά πριν από όλα έντιμο και καθάριο και ελευθεριακό, και γι’ αυτό χτυπήθηκε, όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες πράξεις και ιστορίες.
Γιατί η δράση της ομάδας, πρόκληση ήτανε για το κατεστημένο της πόλης και ενόχλησε τα μέγιστα τους κληρονομικούς ή εκλεγμένους ή διορισμένους – δεν ξέρω – τότε άρχοντες, και μάλιστα η αναγγελία της έκδοσης του περιοδικού, ίσως πολλούς να φόβισε και έφερε πρόσθετη σύγχυση, ταραχή και αναστάτωση.
Μια γεύση αυτής της ανησυχίας, μας δίνει ένα δημοσίευμα της εποχής στην εφημερίδα «Θάρρος» το Φεβρουάριο του 1929, δηλαδή λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει η «Ελεύθερη Σκέψη».
Πρόκειται για επιστολή «αγαναχτισμένου» πολίτη, που γράφει:
«Η “Ελεύθερη Σκέψη” προτίθεται λέγει, ότι θέλει να τονώσει τον αγώνα για την επιβολή της δημοτικής γλώσσας για τη μόρφωση του λαού, γιατί είναι η φυσική του γλώσσα, ήτοι με άλλας λέξεις θα αναλάβη την γλώσσαν του λαού, να διδάξη τον λαόν την γλώσσαν του οποίου ομιλεί ο λαός. Θαυμασία σκέψις!
Έπειτα προτίθεται να εξετάση όλα τα τοπικά, κοινωνικά, φιλολογικά ζητήματα κ.τ.λ. προς μόρφωσιν του λαού. Και όλα ταύτα θα κατορθώση βεβαίως με το πολυάριθμον συνεργείον της.Αξιοπαρατήρητον όμως είναι ότι μεταξύ των συνεργατών της “Ελεύθερης Σκέψης” συμπεριλαμβάνονται και συνεργάται δεδηλωμένοι ως κομμουνισταί, άθεοι, αντίχρηστοι, ασεβείς, βλάσθημοι, υβρισταί της πατρίδος, ανατροπείς της οικογενείας κ.τ.λ. Οι τοιούτοι λοιπόν θα μορφώσουν τον λαόν ως είναι και αυτοί μορφωμένοι!
Οι συντάκται της “Ελεύθερης Σκέψης”, θα πρέπει να νομίζουν ότι η κοινωνία των Καλαμών κατήντησε εις τοιαύτην πόρωσιν, ώστε να αναμένη να μορφωθεί από τοιούτους μορφωτά. Συμβουλεύομεν λοιπόν τους συντάκτας να τραπώσιν εις άλλο έργον ωφέλιμον δια τον εαυτόν τους και ας αφήσουν ήσυχον την κοινωνίαν των Καλαμών η οποία τους ευχαριστεί δια το υπέρ αυτής ενδιαφέρον των. Καλαματιανός».
Τέτοια γράφανε και λέγανε οι σεβαστοί κατά τα άλλα νοικοκυραίοι και προειδοποιούσαν. Δεν κατάφεραν όμως να φοβίσουν αυτό το γκρουπούσκουλο των εξεγερμένων νεανίσκων, γιατί φαίνεται ότι τόλεγε η καρδιά τους.
Και ας ήτανε μια παρεούλα από 15 περίπου παιδιά. Δεν ξέρουμε βέβαια πολλά για δαύτους. Άγνωστη είναι η περισσότερη δράση της ομάδας τους… Προς το παρόν, ξέρουμε μόνο ότι οι πέντε από αυτούς, αποτελούσαν τον πυρήνα της ομάδας και την συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Γνωστά ονόματα, είναι ο Φώτης Λαμπρόπουλος, ο Αλέκος Πολύχαρος, ο Βασίλης Δίζης, ο Λούλης Τσικλητήρας, και προσωπικά συμπεραίνω από τις συνεργασίες στο περιοδικό ότι στην ομάδα πρέπει να συμμετείχαν ή να συνεργαζόντουσαν με αυτή, ο Κ. Γεωργούλης, ο ποιητής Ηλίας Τουρνάς, ο Νούλης Ντόλιος, ο Τ. Μαυροκέφαλος, ο Κ. Γιάγιας, ο Θ. Σκαλαίος και ο Χρήστος Τερζάκης.
Πρέπει μάλιστα να σημειώσω, ότι παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά ασχολήθηκα με την «Ελεύθερη Σκέψη» στις 27 Σεπτεμβρίου 1976 γράφοντας στην εφημερίδα «Μάχη», δεν μπόρεσα έκτοτε να συμπληρώσω την πληροφόρηση γύρω από την ομάδα και τη δράση της.
Γεγονός όμως είναι, ότι το περιοδικό «Ελεύθερη Σκέψη» (Μηνιαία έκδοση – Τέχνη, Φιλολογία, Ζωή, Κοινωνία, Φιλοσοφία – Καλαμάτα, Μάρτης, Χρονιά πρώτη – φύλλο) κυκλοφόρησε πράγματι το Μάρτιο του 1929 και ήταν μεγάλη η προσφορά για την πόλη της Καλαμάτας και γενικότερα στη Μεσσηνία.
Συνολικά κυκλοφόρησαν 4 ή 5 τεύχη και τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν είναι από εκείνα που θα μένουν να χαρακτηρίζουν την πορεία αυτής της πόλης, ενώ ακόμα είναι τόσο ζωντανά που αν δεν έθετα ημερομηνία θα έλεγε κανείς ότι γράφτηκαν σήμερα.
Να τι γράφανε λοιπόν το Μάρτη του 1929, αυτοί οι άθεοι και ασεβείς κομμουνιστές στο περιοδικό τους «Ελεύθερη Σκέψη».
«ΓΙΑΤΙ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ»
«…Ο ρωμαντισμός ύστερα από την αποφασιστική τροπή που παίρνει το κοινωνικό ζήτημα, κι ύστερα από τη φανερή κατάδειξη της ψυχολογικής διάθεσης των μαζών πάνου σε σπουδαία κεφάλαια του κοινωνικού προβλήματος, παιδαγωγικό, γλωσσολογικό, καλλιτεχνικό, οικονομικό κ.τ.λ. βρίσκει τη θέση του στη λήθη, ανήκοντας στο παρελθόν. Και πάλι η υποχώρηση που έκαμε πολύ εύκολη ο ίδιος σε ρεαλιστικότερες θεωρίες, δείχνει πως μόνο εφήμερος ήτανε παροξυσμός χωρίς αποτελεσματική βαρύτητα, ούτε για την εποχή του καμμιά.
Γι’ αυτό μαζύ με τον ίδιο έσβησε και κάθε προσπάθεια των παρεξηγημένων από ευγένεια ψυχής τελευταίων οπαδών του, και στην Καλαμάτα και σ’ όλο τον κόσμο.
Η σκληρή εντύπωση λοιπόν της πάλης της ζωής που γέννησε τις νεώτερες θεωρίες, διέλυσε για παντοτεινά και μια ουτοπία – που όσο ευγενικά κι’ αν ήτανε κι αυτή σαν πολλές άλλες μαλακώσανε τον πόνο για να επιβραδύνει το ξεχείλισμα της οδύνης του.
Οι παλιότεροι λοιπόν συνάδελφοί μας σταθήκανε πολύ άτυχοι στη διαλογή του δρόμου τους για την κατεύθυνση της μάζας.
Η ίδια πάλι θετικότερη εξέλιξη της κοινωνίας δεν ανέχτηκε την προσπάθεια της δημιουργίας αγροζημιωτών στο πνευματικό της χωράφι ώστε να πέσουνε “ενδόξως” και κείνοι που βάλανε για σκοπό της προσπάθειάς τους το χρηματισμό.
Με κάθε θυσία όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας, η “Ελεύθερη Σκέψη” θα την πολεμήσει αυτή τη μουχλιασμένη και πολύ επιζήμια ταχτική… Όπως βρίσκεται μακρυά από κάθε ουτοπία ή κερδοσκοπικό λόγο, θα αγωνιστεί για όλα τα ιδεώδη της ανθρώπινης σκέψης και ψυχής… Τα κοινωνικά ζητήματα με όση σοβαρότητα και αν παρουσιάζονται σήμερα, πολύ λίγο και πολύ άσχημα εξετάζουνται στην Ελλάδα και καθόλου στην Καλαμάτα. Τα τοπικά ζητήματα στο πνευματικό επίπεδο ποτέ δεν βρήκανε το μέσο να βγάλουνε την ηχώ του πραγματικού τους πόνου, της αμείλιχτής τους ανάγκης.
Γενικώτερα ζητήματα, γλωσσικό, παιδαγωγικό, κ.τ.λ., γενήκανε μονοπώλιο της πρωτεύουσας, ώστε στην επαρχία δημιουργείται ατμόσφαιρα σκοτεινής αδιαφορίας.
Η τέχνη κι αυτή παραμελήθηκε κι άρχισε να παίρνει πολύ στραβό κατήφορο η αποσύνθεσή της επίφοβο για την κοινωνία μας. Κάθε ντόπιο ταλέντο, σβήνει προτού ανάψει, διώχνεται αν αναφάνηκε για να μαζευτούν όλα εκεί που πολύ λιγότερη την έχει ανάγκη ο κόσμος.
Η κοινωνική θέση και τα προβλήματα των εργατικών και αγροτικών μαζών δεν μελετήθηκαν ποτέ ίσα, ποτέ λογικά, αλλά πάντα μέσα από ένα πρίσμα μιας οικονομικής ευκολίας στην εκμετάλεψη και στη χειροτέρεψη προς το ραγιαδισμό.
Όλα αυτά – κι άλλα ακόμα πολύ σοβαρά ζητήματα – είναι εκείνα που τραβάνε την “Ελεύθερη Σκέψη” για να κάνει την εμφάνισή της. Με ωμή την αλήθεια, μακριά από κάθε μάταιο υπολογισμό ή ουτοπικό παρασυρμό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε την “Ελεύθερη Σκέψη” τον τέλειο καθοδηγητή της μάζας, το μεγάλο δάσκαλο της αλήθειας και τον αληθινό ζωγράφο της σημερινής ανάγκης της κοινωνικής ζωής. Η “Ελεύθερη Σκέψη”».
Και μπαίνεις στον πειρασμό να σημειώσεις και να αναρωτηθείς μήπως, πολλά από όσα γράφανε τότε τα παιδιά της «Ελεύθερης Σκέψης» μένουν ακόμα τα ίδια σήμερα σαν προβλήματα να σηματοδοτούν ακόμα την πορεία μας σε τούτο τον ελάχιστο χώρο και τόπο.
Μένουν ακόμα μετέωρες διαπιστώσεις ότι χρόνια τώρα μορφοποιείται ένα «τίποτα» και ότι μια αίσθηση κενού παραμένει κάτω από τις σκέψεις των παιδιών της «Ελεύθερης Σκέψης» που θέλανε το περιοδικό τους να γίνει:
«Με ωμή την αλήθεια, μακρυά από κάθε μάταιο υπολογισμό ή ουτοπικό παρασυρμό, ο τέλειος καθοδηγητής της μάζας, ο μεγάλος δάσκαλος της αλήθειας και ο αληθινός ζωγράφος της σημερινής ανάγκης της κοινωνικής ζωής».


Συνεχίζει, όμως, ο δικηγόρος Δημήτριος Ν. Ζέρβας, με το παρακάτω άρθρο του στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», την Κυριακή, 17 Νοεμβρίου 2002, σελ. 10, με φωτογραφία, αυτή τη φορά, του εξωφύλλου του τρίτου τεύχους του περιοδικού «Ελεύθερη Σκέψη», που κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 1929:

«Το «κήρινον εκμαγείον» της ψυχής μας, έγραφε ο Πλάτων. Το μέρος δηλαδή της ψυχής που πλάθεται, που ανατριχιάζει με το άγγιγμα, που διαμορφώνεται εύκολα με τις λέξεις, τις ιδέες, τις πράξεις, τα χρώματα και τους ήχους. Αυτή η υπέροχη έκφραση, για το εύπλαστο μέρος της ψυχής, που ανέλυσε ο Πλάτων, ότι σε άλλους είναι μεγάλο και σε άλλους μικρό, σε άλλους είναι φτιαγμένο από καθαρότερο κερί, σε άλλους από κοπρωδέστερο και σκληρότερο και ότι αυτό είναι το δώρο της μητέρας των Μουσών, της Μνημοσύνης! (1)Αυτό το «κήρινον εκμαγείον», ήταν τόσο καθάριο και εύπλαστο και ευμετάβλητο στην ψυχή του Λούλη Τσικλητήρα, που υγράνθηκε τελείως και έλιωσε, από την πίκρα και τη μεταμέλεια και έσπασε και διερράγη από την κατακραυγή του κόσμου, οδηγώντας τον «Λούτσι» στην αυτοκτονία. Αυτόν τον αγροτικό ηγέτη, που γεννήθηκε στην Πύλο και έδρασε στα σταφιδικά συλλαλητήρια του 1929-1930, ιδρυτικό μέλος του Αγροτικού Κόμματος, που εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας το 1932 και στη συνέχεια έκανε το μεγάλο ατόπημα και λάθος. Να προδώσει άθελά του, τον εαυτό του και τους συντρόφους του και τους αγρότες, όταν από κακή πολιτική εκτίμηση συνεργάστηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1935 με το συνδυασμό των βασιλοφρόνων (Κονδύλη-Μεταξά).
Αλλά δεν άντεξε ο Τσικλητήρας την ντροπή και μην μπορώντας να συγχωρήσει τον εαυτό του γι’ αυτό το πολιτικό του ατόπημα, αυτή την ιδεολογική του ασυνέπεια, μην μπορώντας να αντέξει την αποδοκιμασία των παλιών του συντρόφων, αυτοκτόνησε το βράδυ των εκλογών, πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα. Αυτοκτόνησε στο χωριό Χανδρινού της Πυλίας. Και να το ξέρετε, ο Λούλης Τσικλητήρας είναι ο μόνος πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα, που αυτοκτόνησε για λόγους πολιτικής ευθιξίας, από ντροπή, για τη λάθος πολιτική του εκτίμηση και τοποθέτηση, για τη λάθος πολιτική του επιλογή, που αυτοκτόνησε από πολιτική εντιμότητα!
Γι’ αυτό σας λέω. Πολύτιμο αυτό το «κήρινον εκμαγείον» της ψυχής μας, αλλά μην το μπερδέψετε με την Κερύνεια και την Κύπρο και τους πάσης φύσεως πολιτικούς που βάλανε πόδι εκεί και κάνανε μπάχαλο κείνο το νησί μας, το πέρα της Ελλάδος κείμενο, στην άκρη και στο μέσο της άκρης της ελληνικής ψυχής. Γιατί «κήρινον εκμαγείον» φαίνεται πως ή δεν υπήρχε ποτέ στην ψυχή των γραικύλων πολιτικών ή φαίνεται να ήταν φτιαγμένο εκ του κοπρωδεστέρου και σκληροτέρου υλικού που υπήρχε.
Γι’ αυτό τόση η κατάντια, η έλλειψη ευθιξίας και ντροπής, γι’ αυτό τόσο φρικώδης η έλλειψη Μνημοσύνης· γι’ αυτό και ο φόνος σωμάτων και μνήμης μικρών και μεγάλων ηρώων, κανείς να μην θυμάται τίποτα· να ξεχαστεί ότι το 1878 η Κύπρος νοικιάστηκε στους Εγγλέζους και μετά που κρέμασαν οι Εγγλέζοι τους εκδότες του περιοδικού «Ορυμαγδός» οι Έλληνες της Κερύνειας παλούκωσαν, για εκδίκηση, 33 Άγγλους στρατιώτες σχηματίζοντας πάνω στα τείχη του κάστρου της πόλης, το σύνθημα «Ζήτω η Ένωσις!» ότι από τότε οι Εγγλέζοι σφάζανε, σκοτώνανε, βιάζανε όπως κάνανε σε όλες τις αποικίες τους· ότι το 1925 ανακοινώσανε ότι η Κύπρος είναι αποικία τους· ότι εμείς, κατάρα είναι, ξεχάσαμε το δημοψήφισμα του 1950, όταν το 96% των Ελληνοκυπρίων δηλαδή το 76% του συνολικού πληθυσμού, ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα και οι τότε πολιτικοί δεν δεχτήκανε το αποτέλεσμα, εν ονόματι της ένωσης με το ΝΑΤΟ.
Ότι ξέμεινε η Κύπρος μας, το νησί των νεκρών, όπως ήταν κατά την αρχαία ελληνική συνείδηση, των ευλογημένων νεκρών και παραμένει έτσι μέχρι σήμερα, ξεβάφοντας συνεχώς αίματα, δάκρυα, νεκρούς και θάνατο. Η Κύπρος, αιώνες τώρα, ένα απέραντο νεκροταφείο όπου ευδοκιμεί το κυπαρίσσι, εκεί που η άλλη θεά του κυπαρισσιού, η Κύπρις Αφροδίτη, θεά του αφρού και της γέννησης, πέταξε στην Κύπρο από τα Κύθηρα (το άλλο κρυμμένο θείο νεκροταφείο της Στερεάς και στεριανής Ελλάδος), με τις νύμφες της γέννησης, τις Ώρες.
Αιώνων ώρες, που συντήρησαν το πάθος της ένωσης του γένους, ένα πάθος απόλυτο, άδηλο, για την ένωση με το τελευταίο αυτό άκρο της ελληνικής ψυχής. Την ψυχή μας, που γαλουχήθηκε με την ένωση που κάποτε ήτανε αλφαβητάρι ολάκερου του γένους και της Ορθοδοξίας. Του γένους, που αιώνες τώρα με μουλαρίσιο πείσμα επιμένει ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ας μακέλεψαν το νησί οι Εγγλέζοι και οι μεμέτηδες, και γι’ αυτό πάντα τρέχανε εκεί οι δικοί μας να ποτίζουν με το αίμα τους τα χώματα της Κύπρου γιατί ελληνικά ήταν ανέκαθεν, όπως έκανε και κείνος ο δικός μας ο λοχαγός Νικόλαος Κατούντας, που σκοτώθηκε πολεμώντας τα τούρκικα τανκ με μια ομάδα Κυπρίων και κάτι λιανοντούφεκα.
Και όλοι πια καμώνονται πως δεν καταλαβαίνουν ότι άρχισε η συρρίκνωση του ελληνισμού και του ελλαδικού κράτους, κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και ας φαίνεται καθαρά ότι μετά τη σχεδιαζόμενη εξαφάνιση της ελληνικής Κύπρου, θα ακολουθήσει την ίδια μοίρα και το κουτσουρεμένο ελλαδικό κράτος. Η ίδια μοίρα της Κύπρου σε μεγέθυνση, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία των μετρίων, των ανίκανων και της βιαίας επιβολής των κανόνων μιας κληρονομικής δημοκρατίας.Θα γένει έτσι όπως γράφει ο Κύπριος ποιητής Ανδρέας Ροδίτης:
«Νεκροί προδότες κάθονται στα πιο ψηλά βουνά μας σε θρόνους κι αγναντεύουνε τα έργα των χεριών τους κι ανάμεσά μας ζωντανοί μάχονται την ψυχή μας. “Προδότες” λεν τα’ αδέρφια τους και τους εχθρούς “αδέρφια” “Ξένους” λαλούν τους αδερφούς και ξένους προσκυνούσιΞένοι πατούν το χώμα μας κι αδέρφια την ψυχή μας».
Ας είναι όμως· για την «Ελεύθερη Σκέψη» ξεκίνησα να γράψω και για τον Κ.Δ. Γεωργούλη, αυτόν τον μεγάλο Καλαματιανό στοχαστή, μελετητή του Πλάτωνα. Αυτός έγραψε και ανέλυσε το 1966 το «κήρινον εκμαγείον». Γιατί το είπαμε πάλι, η «Ελεύθερη Σκέψη» συγκέντρωνε τότε, το 1929, ό,τι πολυτιμότερο είχε εκείνη την εποχή η πνευματική ζωή της Καλαμάτας. Συσπείρωνε ό,τι σημαντικότερο είχε να επιδείξει τότε ο τοπικός κοινωνικός χώρος, σε διανοητές, δημοτικιστές, πολιτικούς, αγρότες, συνεταιριστές, ουτοπικούς σοσιαλιστές και κομμουνιστές, που δρούσαν ο κάθε ένας μόνος του και σαν σύνολο μέσα από το περιοδικό τους.
Ο Κ. Γεωργούλης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1894 και άρα το 1929 που συμμετείχε στην ομάδα «Ελεύθερη Σκέψη» ήταν 35 περίπου χρονών. Μόλις είχε γυρίσει από τους πολέμους του 1916-1923 που είχε πολεμήσει σαν έφεδρος αξιωματικός. Υπηρέτησε καθηγητής και από το 1924 ήταν γυμνασιάρχης. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Βερολίνο και το Φράιμπουργκ κοντά στους καθηγητές Χούσερλ και Χάιντεγκερ (1930-1932), διετέλεσε επόπτης της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής, εκπαιδευτικός σύμβουλος, γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας (1953-’57) και γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων και εκδότης του περιοδικού της εταιρείας «Πλάτων».
Δημοσίευσε πολλά άρθρα και μελέτες, σε περιοδικά με κεντρικό θέμα την ελληνική ιδέα στην καθολικότητά της. Εξέδωσε πολλά έργα μεταξύ των οποίων: «Αριστοτέλους: μετά τα φυσικά – πρώτη Φιλοσοφία» εισαγωγή – μετάφρασις – σχόλια, 1935. «Η μελέτη των ελληνικών ανθρωπιστικών γραμμάτων», 1938. «Πλάτωνος Πολιτεία» (εισαγωγή – μετάφρασις –σχόλια 1939). «Αι σύγχρονοι κατευθύνσεις της φιλοσοφίας» 1957.Ξεχασμένος σήμερα ο Κ. Γεωργούλης, όπως γίνεται πάντα σε τούτη την πόλη που δεν έχει μνήμη, μόνο ιστούς και νεύρα, από μπετό και ξενυχτάδικα. Και όμως, πληθωρικά και μοναδικά τα κείμενα και τα έργα του Γεωργούλη. Μοναδικά για την εποχή του και κυρίως μοναδικά και ανεπανάληπτα για την πνευματική ζωή και την παράδοση της Καλαμάτας.
Ενδεικτικό της πρώτης γραφής του Γεωργούλη, η μελέτη του με τίτλο «Καινούργιοι Ρυθμοί», που δημοσιεύτηκε το Μάρτη του 1929 στην Καλαμάτα, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερη Σκέψη», ένα μικρό κομμάτι της οποίας δημοσιεύεται παρακάτω:
«Η ζωή στο βαθύτερο νόημά της δεν παύει από κάποια πλευρά να φαίνεται πως είναι ένας ρυθμός. Η σκέψη μονάχη της δεν μπορεί να εξαντλήσει ολότελα το βαθύτερο φόντο της ζωής. Μια σκέψη που κάνει μιας εποχής άνθρωπος, μπορεί να την καταλάβη και μίας άλλης εποχής άνθρωπος.
Ο ιδιαίτερος όμως χαρακτήρας της ζωής μένει πάντα δυσκολοξάνοιχτος… Η σκέψη είναι μία παγκόσμια οργάνωση· μπορεί η σκέψη να εκφραστή με μία γλώσσα παγκόσμια· αυτό έγινε από χρόνια στη μαθηματική σκέψη με την εισαγωγή αραβικών αριθμών. Η ζωή όμως στο σύνολό της θα ζητάη να εκφραστή στην ιδιαίτερη κάθε φορά στιγμή με χαρακτήρα τοπικά και χρονικά περιορισμένο. Στις τέχνες πάντα θα διατηρηθεί το χρώμα του τόπου και του χρόνου παλιότερα ο κλασσικισμός δεν έβλεπε αυτό το πολύ σπουδαίο σημείο. Μια μεταφυσική προκατάληψη, ένας αντικειμενικός ιδεαλισμός ερχόταν να μιλήση για το απόλυτα ωραίο, στήνοντας έτσι μία τυραννική επικράτηση σε ωρισμένη φόρμα. Αν ζητήσωμε σήμερα μία ενωτική γραμμή ανάμεσα στη φειδιακή τέχνη και στο δραματικό ιδεαλισμό του Σοφοκλή, θα την εύρωμε στην ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα. Η αιώνια τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντικαθρέφτισμα των ιδεών της μεταφυσικής οντολογίας που θριάμβεψαν με την Πλατωνική φιλοσοφία. Αυτό εξηγεί γιατί δεν μπόρεσε ποτέ έπειτα από την ακμή του ο κλασσικισμός να είναι δημιουργικός…συντρίφτηκε τελείως… τεχνική αυτή φόρμα.
Ο κλασσικισμός αυτός έγερνε… κάποια διανοητική βάση, …η καλλιτεχνική έκφραση… περιοχή της τέχνης της Ελληνικής διαλεχτικής. Αυτό εξηγεί γιατί η κλασσική αιστητική είναι πάντα μια διανοητική αιστητική.Δεν είναι φαινόμενο τυχαίο το πώς σήμερα ο τεχνικός κλασσικισμός είναι εμπόδιο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι μία τεχνοτροπία ωρισμένης εποχής, που ήταν σε αφάνταστο βαθμό διαφορετική από τη δική μας εποχή. Μπορεί οι Έλληνες κλασσικοί να μιλούν για τη δημοκρατική αντίληψη, αλλά πάντα στο βάθος της ψυχής τους ξεχωρίζει η χωριστική γραμμή ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους. Η κοινωνική συναιστηματική βάση αλλάζει αποφασιστικά ανάμεσα στον αρχαίο και στον νεώτερο κόσμο. Απ’ εκεί έχομε μια τέχνη να δείχνη τις ανησυχίες μιας πνευματικής αριστοκρατίας που αφρόντιστα χαίρεται της ζωής τους καρπούς και λογαριάζει μια μεταβίβασή τους στη μεταφυσική πραγματικότητα. Απ’ εδώ έχομε μυριάδες από υπάρξεις, που ζητούν ν’ ανέβουν, που ζητούν να βεβαιωθούν για την κάποια αξία που μπορεί να πάρη η ζωή τους. Το ανέβασμα αυτό χρειάζεται και κάποια πάλη· σκληρή τραγωδία δημιουργείται, που δεν μπορεί να έχει αλλιώτικα μοτίβα από εκείνα που απασχόλησαν την κλασσική τεχνοτροπία…»
(1)«Θες δη μοι λόγου ένεκα εν ταις ψυχαίς ημών ενόν κήρινον εκμαγείον, τω μεν μείζον, τω δε έλαττον και τω μεν καθαρώτερον κηρού, τω δε κοπρωδεστέρου και σκληροτέρου, ενίοις δε υγροτέρου, έστι δε οις μετρίως έχοντος…»


Και φτάνουμε στο 1934, όταν σημειώθηκε η μεγάλη επαναστατική και αιματοβαμμένη απεργία και εξέγερση των λιμενεργατών της πόλης της Καλαμάτας. Δίνουμε και πάλι το λόγο στον Δ.Ν. Ζέρβα, στην εφημερίδα «Ελευθερία», την Κυριακή, 21 Απριλίου 2002 σελ. 10:

«Το Κίνημα της Καλαμάτας (Η σφαγή των λιμενεργατών το 1934)

«Αργοσέρνω τα βήματα
στων νεκρώνε τα μνήματα
και συλλογιέμαι
Ώ! Φίλε
Ω! άνθρωποι
θ’ ακονίσω το ξίφος μου…»
(Δημ. Πασαγιώτης)

Ο «Έμνοστος Τόπος», σκληρός στην πορεία του χρόνου, αλλόκοτος, στη χρονική διάρκεια της «Δωρικής Σιωπής», που τυλίγει τα φωτεινά «παράσιτα» του χώρου. Μένουν μόνο τα κορίτσια, φουσκάλες στο χλωρό κλωνάρι της θάλασσας, να γέρνουν στα παραθύρια˙ μέσα σ’ ένα φως μουντό, και μονότονο, τυφλωμένα από την απραξία του χρόνου και των ανθρώπων˙ με μόνιμα καρφωμένο το βλέμμα στην κόκκινη ανταύγεια του δειλινού που έφυγε˙ στη μακρινή διάρκεια του μοβ στον ορίζοντα˙ στα χρώματα που σκάλωσαν στα κλειστά παράθυρα και χάθηκαν μέσα σε καθρέφτες από μπετόν, διαλύοντας την νόηση της ευθείας, αντανακλώντας υπερμεγέθη τα είδωλα της απουσίας και την απώλεια μνήμης. Όλα αυτά χαραγμένα πάνω στις βρώμικες τέντες των πολυκατοικιών της πλατείας˙ στα γεράνια που μαραίνονται πίσω από τα παράθυρα των κομματικών γραφείων˙ στους ανθρώπους που οσφραίνονται το «Τίποτα». Έτσι για να γίνει σάρκα ο λόγος του ποιητή και της φωτιάς το προχώρημα. Εκείνο το «Προχώρημα» θυμότανε ο αναρχοκομμουνιστής γερο-Γιάννης Λεάκος, ο πρώτος στους τσαγκαράδες της Καλαμάτας, που όλο έκανε πως μαστόρευε στην πλατεία, για να βρίσκει πρόσχημα ν’ απιθώνει τις μνήμες του ολόγυρα στο τοπίο. Για κείνο το προχώρημα, που «Κίνημα της Καλαμάτας» το ‘λεγε ο «γέρος» μου, ‘κεί που τρώγαμε ψωμοτύρι, κατά το μεσημέρι, κοντά στη φωτιά με τη ψαρόκολλα.
Και ‘γω όλο ρώταγα:
- Μα γιατί τους σκοτώσανε;
Σκεβότανε λίγο ο γέρος μου και δεν εύρισκε ν’ απαντήσει. Μόνο κούναγε το κεφάλι του και σιγανά έλεγε: - Το κράτος βλέπεις, η εξουσία, πήγανε ενάντιά της…
Τ’ άκουγα από μικρό παιδί, σαν κουβάλαγα καρέκλες με το καρότσι ή έκανα κουβέντα με τους τσαγκαράδες της πλατείας ή τους μουλάδες, στην οδό Τριπολιτσάς, που δουλεύανε ξύλα ή φέρετρα. Τότενες θυμάμαι, πως μέρες πολλές ήταν σα να ‘χα αγναντέψει ο ίδιος, από τη μεγάλη πόρτα της «Ηλεχτρικής Εταιρίας», την εργατιά, ν’ ανεβαίνει από την παραλία με σηκωμένες γροθιές, κουβαλώντας νεκρούς και κόκκινα λάβαρα. Να σκούζει για τις ζωές και το ψωμί που της παίρνανε.
Άλλες φορές ήταν, σα να ‘χα καθίσει χάμω κοντά στις μανάδες που κλαίγανε τα νεκρά εργατόπουλα. Ακόμα και τώρα, σα βγεις κατά κείνες τις φτωχοσυνοικίες, που σα ζωντόβολα μείνανε να χαζεύουνε το χρόνο… σαν κάτσεις στη «Φυτεία» στο καπηλειό του «Θείου», ή ρωτήσεις τους ασπρομάλληδες λιμενεργάτες, όσοι μείνανε, θα σου πουν για «τότενες». Για τη Σφαγή», που γράψανε οι φυλλάδες… για το κίνημα το δικό τους, που λέγανε όσοι το ζήσανε… για τα εφτά εργατόπουλα, που θέρισαν οι σφαίρες των μακελάρηδων του λαού μας… για τους ανήμπορους και τους σακατεμένους από τα χτυπήματα…
Χρόνια τώρα, με παιδεύανε αυτές οι εικόνες. Δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τους νεκρούς, να ιστορίσω όσα άκουσα. Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα. Το να ξεχνάς είναι κατάρα…
Οδοιπορικό από τα χίλια εννιακόσια μέχρι 1934: τα χρόνια της αντάρας και της μαζικής πάλης. Η κοινωνική εξέγερση στα χέρια των αριστερών. Το όνειρο, για την ουτοπία, την αδελφοσύνη, την καλύτερη ζωή, το ανέβασμα του ανθρώπου πάνω από τη βαθμίδα του ζώου. Η Εξέγερση.
Η εξαθλίωση της εργατιάς και η απελπισία των λαϊκών μαζών. Το τζάμπα μεροκάματο και το ψωμί που έλειπε από τις φαμίλιες. Αναγκαστικό δάνειο, για τις βουλγάρικες αποζημιώσεις, διχοτόμηση του νομίσματος. Η ταξική πάλη στο αποκορύφωμά της. Όλο νεκροί και αίματα και συγκρούσεις και εξεγέρσεις.1923 Πανελλήνια εργατική απεργία, συγκρούσεις, νεκροί δυο εργάτες και 10 τραυματίες.1925 Απεργία στην Αθήνα. Δολοφονείται ο εργάτης Πατλάκος έξω από το Εργατικό Κέντρο.1926 Αιματηρές συμπλοκές στη Αθήνα, λαού, στρατού και αστυνομίας.
Ο εργατικός λαός έχει ξεσηκωθεί ενάντια στις διχτατορικές τάσεις του Κονδύλη.
1927 Αγρίνιο 2 νεκροί. Θεσσαλονίκη 1 νεκρός, Αθήνα 3 νεκροί, Γ. Γεράλδης, Μ. Κόντος, Κούρδος Μπενούκας και 11 τραυματίες.
1931 Ελευσίνα, σκοτώνονται 4 εργάτες από το στρατό.
1933 Νάουσα. Απεργία στα υφαντουργία Λαναρά, Αλιβέρι. Σάμος 1 νεκρός.
Σεπτεμβρίου 7, ο πρόεδρος της Ένωσης Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Καλαμάτας Απόστολος Διαμαντόπουλος, πυροβολεί και σκοτώνει τον ιδιοκτήτη φορτηγίδας Κ. Καλογεράκο, πάνω σε διαφωνίες σε ζητήματα λιμενεργατών. Και μέσα σ’ όλα αυτά σωρό οι πρόσφυγες σε λιμάνια, υπόστεγα και παράγκες, φτηνά εργατικά χέρια στο «βωμό» της «ελληνικής» οικονομίας που πλούτιζε τους λίγους αφεντάδες.
Όλα αυτά σε μια αέναη πορεία του Γένους, να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, να χάνει πατρίδες, οράματα και μνήμες και όλο ν’ ανασκαλεύει τη χαμένη του ύπαρξη.
Τα ίδια και στην Ευρώπη. Και εκεί συνεχείς συγκρούσεις. Κυρίαρχο γεγονός η ταξική πάλη, και μόνιμη διέξοδο για τον καπιταλισμό, η βία, η ένοπλη βία και ο φόνος, σα μόνη διαφυγή από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εργατικών εξεγέρσεων που φτάνανε στην αμφισβήτηση και τον κλονισμό του συστήματος. Αυξανόμενοι συνεχώς οι μηχανισμοί φοβίας και οι βίαιες πράξεις καθυπόταξης της ταξικής αναμέτρησης, με μόνιμο στόχο, να μη συντριβεί το σύστημα μέσα στην ογκούμενη ταξική πάλη.
Παρίσι, οι εργάτες πίσω από οδοφράγματα χτυπιούνται με τους φασίστες και στη Βιέννη και το Λιντς της Αυστρίας πυροβολούνται και μακελεύονται από τους φασίστες του Ντόλφους. Οι μεταλλωρύχοι, σε ένα γενικό ξεσηκωμό, με το όπλο στο χέρι, με αίματα χαράζουν τ’ όνομα της Αυστριακής Κομμούνας.
Στη χώρα μας προετοιμάζεται η εγκαθίδρυση της φασιστικής διχτατορίας. Οι εργαζόμενοι, απεργώντας, διεκδικούν το δικαίωμα για δουλειά και υπερασπίζονται τις ελευθερίες τους. Καμία άλλη περίοδος δεν έχει να παρουσιάσει τόσες μαζικές κινητοποιήσεις, ταξικές συγκρούσεις και απεργίες.1934 Ιανουάριος, 200 φυματικοί καπνεργάτες στη Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνουν τα γραφεία του Ταμείου Ασφαλίσεων Καπνεργατών. Η αστυνομία σπάζει την πόρτα, γίνονται 200 συλλήψεις. Δολοφονική επίθεση κατά των φυλακισμένων κομμουνιστών στου Συγγρού. Διαδήλωση εργατών στη Λάρισα. Απεργία μεταλλωρύχων στο Λαύριο. Απεργία υφαντουργών στο Βόλο. Δίκη της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» και απόφαση που διατάσσει τη διάλυση της. Αγρότες καταλαμβάνουν, στα Αλώνια της Κατερίνης, αγροτικές εκτάσεις. Επίθεση φασιστών και Τριεψιλιτών στο εκλογικό κέντρο του Ενιαίου Μετώπου στην Αθήνα.
48ωρη απεργία των τροχιοδρομικών και αυτοκινητιστών στην Αθήνα, ενάντια στη ληστρική «Πάουερ».
Συγκρούσεις εργατών με φασίστες στη Σταδίου, Δουργούτι και Καισαριανή.
100 εργάτες στην Αθήνα αμπαρώνονται στο εκλογικό τους κέντρο, η αστυνομία καταλαμβάνει το κέντρο με αντλίες και πιστολιές.
Και μέσα σ’ όλα αυτά συνέρχεται η 6η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να «καθορίσει» πως η «επικείμενη επανάσταση των εργατών στη χώρα μας θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, με γρήγορο πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση» και να καταδικάσει την «οπορτουνιστική-αντικομματική γραμμή» του Ασημίδη!!
Φλεβάρης. Διαμαρτυρίες των φορτοεκφορτωτών λιμένος Καλαμάτας ότι το «σιλό» δημιουργεί ανεργία. Στις δημοτικές εκλογές του Δήμου Καβάλας νικάει το Ενιαίο Μέτωπο με δήμαρχο τον Παρτσαλίδη και σε 70 περίπου κοινότητες. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, συλλαμβάνει στη Καβάλα τον «κόκκινο δήμαρχο», διαδηλώσεις εργατών στη Καβάλα απαιτούν την απελευθέρωσή του.
Μάρτης. Οι τροχιοδρομικοί της Αθήνας, απεργούν για το δεκάλεπτο. Απεργούν ναυτεργάτες σε 17 ελληνικά καράβια που βρίσκονται σε εγγλέζικα λιμάνια.
Πανεργατική απεργία στο Γύθειο.
Στις επαναληπτικές εκλογές στις Σέρρες, βγαίνει «κόκκινος» δήμαρχος ο Μενύχτας.
Συλλαλητήρια 7000 εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη κατά των ξένων εταιριών.
Δικάζεται στις 27/3 ο αντιφασίστας λογοτέχνης Καρβούνης, επειδή μετέφρασε την «Καστανή Βίβλο».
Και μέσα σ’ όλα αυτά συνέρχεται το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ και εγκρίνει τις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας για το χαρακτήρα της Επανάστασης στην Ελλάδα!!!
Απρίλης. Έρχεται στην Καλαμάτα ο επόπτης εργασίας από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Παπαδημητρίου, για την επίλυση του ζητήματος με το σιλό στο λιμάνι. Οι λιμενεργάτες επιμένουν να ζητούν τη δημιουργία Ταμείου Συντάξεως Φορτοεκφορτωτών με σκοπό να συνταξιοδοτηθούν οι υπερήλικες και αξιώνουν να τους καταβληθούν 8 δραχμές για κάθε τόννο εκφορτωμένου σίτου, αναδρομικά από το 1928. οι Κυλινδρόμυλοι αντιπροτείνουν 5 δραχμές ανά τόννο χωρίς αναδρομικά. Οι λιμενεργάτες αρνούνται και ετοιμάζονται για απεργία.
Άνεργοι αρτεργάτες διαδηλώνουν στην Αθήνα, ζητώντας αυξήσεις των επιδομάτων του ΤΑΑ.
Στάση εργασίας των υαλουργών στο εργοστάσιο λιπασμάτων στο Πειραιά.
Άνεργοι στο Πειραιά συγκεντρώνονται έξω από το Δήμο, ζητώντας πασχαλινό επίδομα, η αστυνομία επιτίθεται, νεκρός ένας γέρος άνεργος και τραυματίες.
Συγκρούσεις απεργών αρτεργατών και αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη.
Δικάζεται στη Καβάλα ο «κόκκινος» δήμαρχος και το Συμβούλιο του και καταδικάζονται πέντε σύμβουλοι σε 15 χρόνια φυλακή και εξορία. 24ωρη απεργία καπνεργατών και τσαγκαράδων.
Επιδρομή στο «Ριζοσπάστη». Κατάσχεται ο «Αντιφασίστας».
Μάης. Οι εργάτες Αθήνας, Πειραιά, Βόλου, Λάρισας, Πάτρας, Καλαμάτας, Σερρών, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, γιορτάζουν με 24ωρη απεργία την «κόκκινη» Πρωτομαγιά. Μαχητικές εκδηλώσεις στους δρόμους.
Κυριακή 6 Μαΐου. Σύσκεψη στη Νομαρχία της Καλαμάτας, για την αντιμετώπιση της απεργίας των λιμενεργατών και τη λήψη μέτρων προστασίας των εγκαταστάσεων της «Ευαγγελίστριας». Ισχυρή δύναμη χωροφυλακής και στρατιωτών «πιάνει θέσεις» στο λιμάνι.
Μαΐου 7. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας, αποφασίζουν απεργία και στέλνουν αντιπροσώπους στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις με τον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας Στεφανόπουλο.
Μαΐου 8. Το «Κίνημα της Καλαμάτας». Απεργούν οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας, συγκρούονται με στρατό και αστυνομία, δολοφονούνται εφτά εργάτες.
Και συνεχίζει ο ίδιος στην «Ελευθερία», την Κυριακή, 28 Απριλίου 2002:
«Το Μάη του 1934, οι λιμενεργάτες και μυλεργάτες της Καλαμάτας, κάνανε απεργία. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, όλοι με μόνη περιουσία τα μπράτσα τους, δεν είχανε να διαλέξουν. Θα παλεύανε για το ψωμί που τους παίρνανε.
Οι αλευροβιομήχανοι, είχανε φέρει απορροφητήρα να ξεφορτώνει το στάρι. Πολλοί θα μένανε άνεργοι. Οι εργάτες ζητούσαν 8 δραχμές, για κάθε τόννο σιτάρι που θα ξεφόρτωνε ο απορροφητήρας αναδρομικά από το 1828. Με τα λεφτά που ζητούσαν θα φτιάχνανε το Ταμείο Συντάξεων.
Και πήρανε την απάντηση. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Στηθήκανε πολυβόλα ενάντια στους άοπλους απεργούς. Δολοφονήθηκαν εφτά εργάτες, από Στρατό και Αστυνομία. Πολλοί οι λαβωμένοι και οι σακατεμένοι από τις σφαίρες και τα χτυπήματα…
Είναι ζωντανή ακόμα η μνήμη από τις συγκρούσεις. Οι φυλλάδες της εποχής γράφουνε για σφαγή». Οι εργάτες, και όσοι άκουσαν από τους παλιούς, μιλάνε για «κίνημα» της εργατιάς ενάντια στ’ αφεντικά…
Το παρακάτω κείμενο προσπαθεί να δώσει μια εικόνα εκείνης της σύγκρουσης και γράφτηκε με όσα άκουσα από μερικούς εργάτες και ό,τι βρήκα σε παλιές εφημερίδες γιατί όπως μου ‘λεγε ‘κείνος ο γερο-Γιάννης Λεάκος, παλιός κομμουνιστής που ‘ζησε τα γεγονότα: «Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα».
Όλα γίνανε με κείνο το σιλό. Το ‘χανε πει οι αλευράδες, πως θα το φτιάχνανε. Ποιος να πιστέψει, μαθές, πως θα φέρνανε ‘να στόμα να ρουφάει το στάρι!
Τα μπράτσα μας, λέγαμε, δεν μπορούνε οι σκύλοι, να τα κάνουνε πέρα…
Οι πιο ξύπνοι από μας και όσοι παγαίνανε με τους αναρχικούς, το λέγανε τα παιδιά:
-Πρέπει να νοιαστούμε, μηχανές βάλανε και αλλού…
Έτσι, πήγαμε στους αλευράδες και ζητάγαμε αποζημιώσεις για το ψωμί που θα χάναμε.
Πήγαμε και στους δημάρχους, και είπαμε να ρίξουνε ‘να μάτι στη φτωχολογιά.
Κοροϊδεύανε… Τον εργάτη δεν τον κοιτάει κανένας… Έτσι βγήκαμε στην απεργία…
Αρχίσανε τα παζαρέματα. Οι εργάτες ζητάγανε 8 δραχμές για κάθε τόννο σιτάρι που θα ξεφόρτωνε η μηχανή. Οι αλευροβιομήχανοι καμώνονται πως το σκέφτονται. Θέλανε χρόνο. Να ετοιμαστεί η Αστυνομία και ο Στρατός, να ‘ρθουνε ενισχύσεις, γιατί όλη η πόλη ήταν ανάστατη. Είχανε πάρει την απόφαση, να χτυπήσουνε τους αναρχικούς…
Στις 9 του Μάη όλα ήτανε έτοιμα. Είχανε φτάσει ενισχύσεις και το φορτίο θα ‘φτανε τα μεσάνυχτα.
Απόγευμα. Και όλα τα σκυλιά κατεβήκανε στο λιμάνι. Στρατός. Χωροφυλάκοι και κάτι ύποπτα μούτρα. Πιάσανε τα πόστα. Βγάλανε περίπολα να φοβερίζουνε τον κόσμο. Αργότερα στήσανε και πολυβόλα να μας λογοθυμίσουνε. Οι εργάτες όμως δεν το βάζανε κάτω.
Μια μεγάλη ομάδα αποφασίζουμε, να ξενυχτήσει στο μουράγιο. Άλλοι στέλνονται στις γειτονιές να φωνάξουνε τον κόσμο, και πρωί-πρωί να κατέβουνε όλοι μαζί…
Ομάδες-ομάδες από τις γειτονιές οργανωμένα, κατηφορίζουν εργάτες και γυναικόπαιδα κατά το λιμάνι. Χτυπιούνται με τη φανταρία. Τα μπλόκα σπάζουν. Το μουράγιο πλημμυρίζει υψωμένες γροθιές. Ο τόπος τραντάζεται στις φωνές.«Ψωμί, Δουλειά!»…
Μια εφημερίδα στις 10 του Μάη γράφει: «…αι αρχαί, διά να προστατεύσουν τους αλευροβιομήχανους, έλαβον έκτακτα στρατιωτικά μέτρα, θέσασαι εις επιφυλακήν όλας τας στρατιωτικάς δυνάμεις. Ισχυραί περίπολοι εξαπελύθησαν ανά την πόλιν, επίκαιρα σημεία της οποίας κατελήφθησαν και εφρουρήθησαν ισχυρώς. Εις την παραλίαν εστήνετο και εν πολυβόλον. Αυτή την όψιν παρουσίαζον αι Καλάμαι, όψιν πόλεως τελούσης εις κατάστασιν πραγματικής επαναστάσεως, με τους λιμενεργάτες και μυλεργάτες από το ένα μέρος, εις απεργίαν ευνοουμένην από ολόκληρον τον λαόν, και από το άλλο μέρος τον στρατόν και την χωροφυλακήν…»
Οχτώ, η ώρα το πρωί και βάζουν σε λειτουργία τον απορροφητήρα. Τα ατμόπλοιο «Λήμνος» αρχίζει να ξεφορτώνει.
Η εργατιά ανταριάζεται και σαλεύει απειλητικά. Ο νομάρχης επεμβαίνει.
- Παιδιά μην επιμένετε, θα μετανοήσετε. Το κράτος έχε τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή του.
- Αυτή είναι και η τελευταία σας λέξη;
- Καλά θα τα βρούμε σε λίγο, δηλώνει απειλητικά ο νομάρχης. Τίποτα όμως δεν μπορεί να σταματήσει τους εργάτες. Προσπαθούν να φτάσουνε στο σιλό, χτυπιούνται με τους υποκόπανους των όπλων, υποχωρούν.
- Να πάρουμε μια μαούνα, φωνάζει κάποιος - γύρω στους 50 εργάτες ανεβαίνουν στη μαούνα, και μια βάρκα αρχίζει να τη σέρνει αργά-αργά, στο φορτηγό «Λήμνος». Ο κόσμος ενθουσιάζεται.
- Μπράβο παιδιά.
- Στο σιλό, στο σιλό! Και οι εργάτες ξαναορμάνε πάνω στη φανταρία και τους χωροφυλάκους να φτάσουνε στο σιλό.
- Γυρίστε πίσω, κραυγάζει έξαλλος ο λοχαγός Παναγιωτόπουλος. Γυρίστε πίσω, γιατί θα φάτε το κεφάλι σας.
- Ψωμί!
- Δουλειά!
- Να σταματήσει το σιλό!
Ο λοχαγός βγάζει το περίστροφο και αρχίζει να πυροβολεί τη μαούνα. Ήταν το σύνθημα. Φαντάροι και χωροφυλάκοι αρχίζουν να πυροβολούν στο ψαχνό.
«Τότε ο στρατός, κατόπιν διαταγής των ανωτέρων του, ήρχισε να βάλλη πυρά ομαδόν εναντίον της λέμβου και των εις τον λιμένα εργατών χρησιμοποιώντας και οπλοπολυβόλον. Η συμπλοκή σκληρά και πεισματώδης διήρκησε περί τα 20’ της ώρας με αποτελέσματα απεριγράπτως τραγικά. Εκ των εργατών εφονεύθησαν πέντε… επίσης ετραυματίσθησαν περί τους 6 ή 10 εκ των απεργών… ο αριθμός των ριφθέντων πυροβολισμών δι’ όπλων και οπλοπολυβόλου είναι αδύνατον να καθωρισθή…»
Ο Μαραγκουδάκης, ο Γαργατσίνης, ο Κολιτσιδάκης βάφουν με το αίμα τους τα γέρικα ξύλα της μαούνας.
- Μας σκοτώνουν!
- Κακούργοι, δολοφόνοι, φονιάδες!
Το πλήθος ξαναρίχνεται πάνω στους στρατιώτες που συνεχίζουν το τουφεκίδι.
Δύο λιμενεργάτες, πηδάνε σε μια βάρκα και τρέχουν να βοηθήσουν, τ’ αδέρφια τους, που ντουφεκίζονται πάνω στη νεκροφόρα μαούνα. Δένουν τα μπαρούμια της και αρχίζουν να την τραβάνε στη παραλία.
«Τότενες κρατήσαμε την ανάσα μας, μερικοί πιάσαμε τα ζεστά ακόμα κορμιά των αδερφών μας, και τα σηκώσαμε. Ένας ψίθυρος…
Κραυγές. Κλάματα και κατάρες. Κι’ ένα τραγούδι, ζεστό σαν το αίμα που κύλαγε στα χέρια μας.
Πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς
σε άνιση μάχη κι’ αγώνα
ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού
γυρεύοντας βρήκατε μνήμα.
Οι φαντάροι λες και τρομάξανε, πάψανε το τουφεκίδι. Κάνανε πίσω. Ένας λοχίας και δύο φαντάροι, πετάξανε τα όπλα τους και ενωθήκανε με το πλήθος.
«οι εργάτες εν εξάλλω πλέον καταστάσει παρέλαβον τα πτώματα… και ήρχισαν να τα περιφέρουν ανά τας οδούς της παραλίας και τας κεντρικάς πλατείας, κραυγάζοντες και καταρώμενοι τους δολοφόνους… οι γυναίκες των εργατών αγνοούσαι τα ονόματα των θυμάτων έσπευσαν εν αλλοφροσύνη πλησίον των νεκρών…»
Η πόλη σαν έμαθε το τι έγινε αναστατώθηκε. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ενώθηκε με τους απεργούς.
Κατά της 11 οι απεργοί ανεβαίνοντας την οδό Αριστομένους, χτυπιούνται πάλι από αστυνομικούς και φανταρία, και πέφτουν πάλι δύο εργάτες νεκροί, και ακόμα τρεις τραυματίζονται σοβαρά.«…οι εργάτες έχοντες δύο πτώματα φονευθέντων ανεχώρησαν εκ της παραλίας και διά της οδού Αριστομένους ανήρχοντο προς την πόλιν. Καθ’ οδόν ελιθοβόλησαν την Τράπεζαν Αθηνών και κατόπιν ομάς εξ αυτών, ανελθούσα εις την οικίαν του κυριοτέρου των μετόχων του Κυλινδρομύλου κ. Πάστρα, έθραυσε τα εν αυτή έπιπλα και παν ό,τι ευρίσκεντο εντός. Εν συνεχεία εσταμάτησαν ένα τραμ του οποίου έσπασαν με ξύλα τα τζάμια».
Τεράστια όμως διαδήλωση, από όλο το λαό της πόλης, επιτίθεται και διαλύει τη φρουρά του υπολοχαγού Παναγιωτάκου τραυματίζοντας πολλούς από αυτούς.
Όμως, η πάλη είναι άνιση. Οι απεργοί χτυπιούνται χωρίς οίκτο. Ξεκόβονται οι μικρές ομάδες και κλείνονται στις γειτονιές, πολιορκούμενοι από τους στρατιώτες.
«Εν τω μεταξύ τα πτώματα παραμένουν εκτεθειμένα στους δρόμους, απηγορεύθη δε να παραληφθούν».
Για να ησυχάσουν τα πνεύματα, δίνεται διαταγή να φύγει το φορτηγό με το στάρι και να πάψει η λειτουργία του σιλό. Συνάμα φτάνουν ενισχύσεις από Τρίπολη και Νάουσα. Ακόμα, όργανα των αφεντικών, γυροφέρνουν τις πολιορκούμενες φτωχογειτονιές, να φωνάζουν ότι ο διευθυντής των μύλων «Ευαγγελίστρια», Τραβασάρος, δέχεται να πληρώσει στους λιμενεργάτες 6 δραχμές τον τόννο για εκφορτωτικά μέχρι το ποσό των 1.250.000 δραχμών, που ήταν αναγκαίο για τη λειτουργία του Ταμείου Συντάξεως, μήπως και ησυχάσουν τα πνεύματα.
Οι απεργοί μετράνε τους νεκρούς τους:
Γιάννης Κολιτσιδάκης, Βασίλης Γιαλατσινός, Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Π. Πηλίκας, Μούντανος, Καραμπατέας.
Σοβαρά τραυματισμένοι:
Παμπούκας, Πιτσίρης, Πάμπας, Σ. Πολίτης, Ανδρ. Πετρόπουλος, Μ. Φουρίδης, Αθ. Εληάς, Σαρακηνός, Μπαφαρέας, Μ. Καμπαρόλος, Αθ. Γαϊτάνος, Α. Γιαννιτσόγλου, Μαρία Γκριτζιώτη και 12 ακόμα ελαφρά τραυματισμένοι.
Στα πτώματα και τους τραυματίες βρέθηκαν και τραύματα από γκράδες, κι οι απεργοί μίλαγαν μετά για πολίτες» που πυροβολούσαν κατά των απεργών.
Σαν πρωταίτιοι για τα επεισόδια, συνελήφθησαν οι εργάτες Σταθάκος και Νιάρχος, που αργότερα μαζί με άλλους εργάτες, θα δικαστούν και θα καταδικασθούν σε βαριές ποινές και εκτόπιση.
Περάσανε χρόνια πολλά από τότε, και αντί ολόγυρα στη Ντουάνα, να ‘ναι οι δρόμοι με τα ονόματα των εφτά νεκρών λιμενεργατών, και κάτω από κάθε όνομα η ένδειξη:
«Λιμενεργάτης. Ζήταγε ψωμί, δολοφονήθηκε από το κράτος το 1934», δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο κάτι σαν λειωμένο αχλάδι, στήθηκε το 1994, μνημείο λένε, για τους νεκρούς λιμενεργάτες! Ακόμα και η μνήμη αδυνάτισε. Η σφαγή ξεχάστηκε τόσο, που ακόμα και οι εργάτες την Πρωτομαγιά δεν πάνε εκεί στο μουράγιο, τον τόπο της θυσίας, να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Μείνανε κάτι λίγοι, περίεργοι, ρομαντικοί, περιθωριακοί και αλαφροΐσκιωτοι, κρυφά κάθε Πρωτομαγιά, να βάζουν δυο τρία κόκκινα γαρούφαλλα, στην άκρη στο μουράγιο, ‘κει που ήτανε το σιλό, ή τα ρίχνουνε μέσα στο λιμάνι, τιμή και θύμηση στα αδικοχαμένα εργατόπουλα…
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την 29/11/1976 σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα «Μάχη» της Καλαμάτας, και ήταν ‘κείνος ο αγωνιστής δημοσιογράφος Ξιάρχος που με προέτρεψε και δέχτηκε, κείνες τις δύσκολες εποχές, να δημοσιεύσει το κείμενο. Από τότε περάσανε χρόνια πολλά και όταν το ξανακοίταξα, δεν είχα τίποτα να προσθέσω, παρά μόνο μερικά συμπληρωματικά στοιχεία στο τέλος και φωτογραφίες που βρήκα από εφημερίδες της εποχής)».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου